Προκειμένου το blog αυτό να συνεχίσει να είναι ενεργό, απαιτείται αρκετή θετική ενέργεια, που στις μέρες μας, δυστυχώς, σπανίζει. Η ερώτηση είναι απλή: Πόσο πολύ επιθυμείτε να ανέβουν κι άλλες ταξιδιωτικές εμπειρίες σε αυτό το ιστολόγιο;

Στο φράγμα του Άμστελ

Μετά από μια στείρα (συγγραφικά) αλλά δημιουργική (σε κάθε άλλο τομέα) περίοδο, επιστρέφω με γεμάτες τις αποσκευές μου, έτοιμος να γράψω για μια ακόμα ταξιδιάρικη ιστορία. Μια ιστορία εντελώς ευρωπαϊκή (καθώς στα προσεχώς έχουμε και κάτι πιο…μακρινό), ώριμη (αφού μετά από κάθε ταξίδι μου, νιώθω πιο δυνατός και έτοιμος να ξαναφύγω για κάτι καλύτερο) και εισαγωγική (μιας που σύντομα θα ακολουθήσουν αρκετά sequel «γυρισμένα» στη χώρα της τουλίπας). Μετά λοιπόν από αυτό το mini-coming soon session που παρέθεσα για καθαρά διαφημιστικούς λόγους (χεχε!), ας μπω επιτέλους στο θέμα μας, που δεν είναι άλλο από μια γλυκύτατη Ολλανδέζα, γραφική και τσαχπίνα, ερωτιάρα και φιλόξενη, λίγο αμαρτωλή, μα πάνω απ όλα όμορφη πρωτεύουσα, το Άμστερνταμ!



Read more...

Στον πυρετό των Άλπεων

Μύρισε καλοκαιράκι,και τα μυαλά έχουν ήδη αρχίσει να ταξιδεύουν σε τόπους μακρινούς(η και κοντινούς - τώρα με τα νέα μέτρα και το δου-νου-του να σου κλείνει λάγνα το ματάκι του και η απόσταση σπίτι-περίπτερο για τσιγάρα φαίνεται μια χαρά περιπετειώδης)..Μη τα πολυλογώ λέω και γω δεν γράφω για τις περσινές καλοκαιρινές περιπέτειες του μικρού Άρη στην Αυστρία? Έτσι μπας και ενημερωθεί και λίγο το μπλογκ γιατί το φάγανε οι αράχνες :P


Read more...

Μπουγάτσα Θεσσαλονικιά

Χμμ, μάλλον πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, προσπαθώντας να γράψω την ιστοριούλα του Λονδίνου, ωστόσο να ΄μαι και πάλι, στο ίδιο σημείο, όπου το μόνο που φτάνει στα αυτιά μου είναι ο μονότονος και πλαστικός ήχος των πλήκτρων του qwerty, ενόσω το μυαλό μου ψάχνει μια χαραμάδα για να ξεφύγει στις αναμνήσεις. Αυτές τις αναμνήσεις που προσπαθώ τώρα να μετατρέψω σε κείμενο, και που στο τέλος θα συνθέσουν την εικόνα με τις χίλιες λέξεις που μου άφησε το ταξίδι αυτό : Θεσσαλονίκη!




Η αλήθεια είναι ότι δε μου πήρε και πολύ για να ψηθώ να πάω. Μια ο Άρης που όλο έλεγε να πάμε και να πάμε, μία ο Πάνος που μου πιπίλιζε το μυαλό επί 6 μήνες για το πόσο ωραία θα ήταν εκεί, είχαν διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μια νέα απόδραση από το Athens. Η παρέα τελικά στελεχώθηκε με τον Αντρέα και τον Φίλιππο, επιπλέον των υπολοίπων, και ρυθμίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες με μερικές msn-ικές συνδιαλέξεις . 5 μέρες θα ήταν υπεραρκετές για αυτό το ταξίδι, και δεδομένου ότι η εθνική οδός ήταν off, λόγω σοβαρών κατολισθήσεων στο ύψος των Τεμπών (κλασσικά), βρεθήκαμε σταθμό Λαρίσης να παραλαμβάνουμε τα εισιτήρια του ΟΣΕ φρεσκοτυπωμένα και αχνιστά από το εκτυπωτικό μηχάνημα, μερικά απογεύματα πριν την αναχώρησή μας. Ομολογώ ότι σε πρώτη φάση μου φάνηκε αρκετά βάρβαρο το πεδίο του εισιτηρίου που όριζε ως ώρα αναχώρησης τις 7μισι το πρωί, μιας και είχα συνηθίσει, όσο πλησίαζαν οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές να κάνω όλο και μεγαλύτερες καταχρήσεις «υπνικού» χαρακτήρα. Μετά λοιπόν από αρκετούς μαραθώνιους κουραμπιεδοφαγίας και μελομακαρονισμούς, που φυσικά επιβάλλονται παραμονές Χριστουγέννων, ανήμερα το βράδυ της γιορτής με βρίσκει να κλείνω και τα τελευταία φερμουάρ της βαλίτσας μου. Ήταν όλα έτοιμα, για αυτό το νέο ταξίδι.



Συνήθως το πρωινό ξυπνητήρι, για πολλούς θεωρείται εργαλείο του διαβόλου, μιας και δίχως έλεος σου ξεριζώνει ότι όνειρο βλέπεις εκείνη τη στιγμή και σε γυρίζει στην ωμή πραγματικότητα, με το πρώτο «ντριιιν». Βέβαια κάποιες άλλες φορές, αν τύχει και δεν χτυπήσει, ή αν τύχει και είναι αρκετά βραχνιασμένο ώστε να μην το ακούσεις, ξυπνάς μεν με την ησυχία σου αλλά συνειδητοποιείς ότι το δωμάτιο έχει ασυνήθιστα πολύ φως, οπότε πετάγεσαι πάνω πανικόβλητος και τρέχεις να φορέσεις ότι βρεις, μιας και οι δείκτες του ρολογιού είναι αρκετά πιο μπροστά από εκεί που θα ήθελες εσύ. Αν μου έλεγαν να διαλέξω ανάμεσα στα 2 αυτά «αναγκαία κακά», σίγουρα θα σκεφτόμουν αμήχανος την ερώτηση για αρκετή ώρα. Όπως και να έχει, τελικά συνέβη το δεύτερο! Και ήταν όντως πολύ βάρβαρο, να τρέχω σαν τρελός με τη βαλίτσα στο κατόπι μου και το μυαλό να έχει καταφύγει στα Θεία, μπας και προλάβω να είμαι on time στον Λαρίσσης. Φτάνοντας εκεί, βρήκα και τα άλλα παιδιά και σιγά-σιγά, μετά από μια ζεστή τυρόπιτα στο πόδι,
αράξαμε σαν πασάδες στα αναπαυτικά καθίσματα του ΟΣΕ, με το πρώτο φως να έχει ήδη αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό επάνω στα μισόκλειστα βλέφαρά μου, που οπωσδήποτε ένιωθαν βαριά μετά από το Χριστουγεννιάτικο ξενύχτι. Δε μπορώ να πω ότι είχε πολύ κόσμο το βαγόνι, κι έτσι οι πρώτες 2 ώρες κύλησαν ομαλά. Καμία σχέση με τις περιπέτειες που είχαμε με τον Άρη στη Σκωτία, σε εκείνο το αξέχαστο μαραθώνιο ταξίδι Λονδίνο-Εδιμβούργο. Βέβαια, κάτι τέτοια μικρο-επεισόδια της καθημερινής ζωής είναι αυτά που μετά από χρόνια θα νοσταλγείς με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου, αλλά εντάξει, και η όμορφη φύση που τυλίγει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη είναι αρκετά ανακουφιστική όταν προσπαθείς να ξεχάσεις τις 5 συνολικά ώρες του ταξιδιού. Μετά από 2 στάσεις στο Λιανοκλάδι και τη Λάρισα, σειρά είχε η διάβαση των Τεμπών, που όμως τελικά δεν ήταν τόσο συναρπαστική όσο παλιά, αφού οι γραμμές λοξοδρομούν και προτιμούν τελικά να χωθούν μέσα στο βουνό, σε ένα αρκετά μεγάλο τούνελ, παρακάμπτοντας έτσι τις επικίνδυνες ακροβασίες ανάμεσα στα βράχια και τον Πηνειό. Τελικά στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε λίγο πιο νωρίς από την αναμενόμενη ώρα (πρωτόγνωρο για τα ελληνικά ΜΜΜ) όπου και ήρθαμε αντιμέτωποι με το κρύο και την υγρασία που επικρατούσε, ήδη με το που κατεβήκαμε από το βαγόνι και παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη 12μισι το μεσημέρι. Οι πρώτες εικόνες που αντικρίσαμε μόλις βγήκαμε από το σταθμό, ήταν αρκετά παρόμοιες με αυτές που είχαμε αφήσει 504 χιλιόμετρα πίσω μας, μιας και δεν υπήρχε κάτι τρανταχτό που διαφοροποιούσε την Αθήνα από αυτό το μέρος. Όλα γύρω θυμάμαι ήταν βρεγμένα, λες και είχε βρέξει επί ώρες, ενώ εγώ ο έξυπνος δεν είχα πάρει άλλο ζευγάρι παπούτσια μαζί πέραν αυτών που φορούσα, επειδή δεν χώραγαν στη βαλίτσα, και ήταν αναπόφευκτο (βλ νόμο του Μερφι) το να μην κάνω «μπλουμ» μέσα σε μια καταγεμάτη με νερό λακκούβα. Έτσι κι έγινε! Το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει ευτυχώς δεν ήταν μακριά, ούτε από το σταθμό αλλά ούτε και από το κέντρο της πόλης. Έτσι, περπατώντας ως εκεί είχα την ευκαιρία να αρχίσω να προσέχω τις πρώτες διαφορές με την Αθήνα, μία τα ταξί που ήταν μπλε και δύο η πυκνή ομίχλη που βρισκόταν παντού, και σε εμπόδιζε από το να δεις λίγο πιο μακριά, κατά μήκος της απέραντης ευθείας της Εγνατίας. Μετά από ένα γρήγορο check-in στα δωμάτια, του ξενοδοχείου, φύγαμε για την πρώτη βόλτα.



Η πλατεία Αριστοτέλους δεν ήταν μακριά από το ξενοδοχείο, γύρω στο 10λεπτο με τα πόδια. Έτσι, περπατώντας την Εγνατία, και αφού παρακάμψαμε τα πολλά εργοτάξια του μετρό που κατασκευάζεται στην πόλη αυτή την περίοδο, φτάσαμε στη μεγάλη αυτή πλατεία, που κατηφορική καθώς είναι σε αναγκάζει να την περπατήσεις και να φτάσεις μέχρι την προβλήτα. Επί της πλατείας το σκηνικό είναι αρκετά γνώριμο, πολύχρωμα μπαλόνια και παιχνίδια για μικρούς, γλειφιτζούρια, μαλλί της γριάς και τα σχετικά, γύρω από μια καλοσκηνοθετημένη φάτνη και απέναντι ένα μεγάλο στολισμένο καράβι, προδίδουν έντονα το πανηγυρικό κλίμα των ημερών. Ο κόσμος να πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί ανέμελος, άλλοι να κάθονται στις πλαϊνές καφετέριες κι άλλοι απλά να έχουν πιάσει ένα παγκάκι και να λιάζονται χωρίς να περιμένουν κάτι συγκεκριμένο. Φτάνουμε λοιπόν στην προβλήτα που χωρίζει τη στεριά με τη θάλασσα, ίσως τον πιο ωραίο περίπατο στην πόλη. Γύρω-γύρω δε φαίνεται τίποτα, καθώς τα πάντα έχουν πνιγεί από την ομίχλη, κι εκεί που κανείς περίμενε να δει τον Λευκό τον Πύργο συνειδητοποιεί ότι πρέπει να κάνει λίγο ακόμα υπομονή και να περπατήσει πιο κοντά. Σε αυτό τον περίπατο-ημιπεζόδρομο, ξεχωριστή θέση –προς έκπληξή μου- έχουν τα ποδήλατα. Δεν το ήξερα ότι στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν τόσοι πολλοί ποδηλάτες, και η αλήθεια είναι πως ένιωσα αμήχανα όταν άκουσα ένα κουδουνάκι να χτυπάει με ανυπομονησία από πίσω μου, και μια αγανακτισμένη φωνή να λέει «ρε φίλε, φύγε από τον ποδηλατόδρομο!».Και όντως, όλη η πόλη είναι γεμάτη ποδηλατόδρομους, οι οποίοι συνιστούν ένα τέλειο δίκτυο μεταφοράς για τους κατοίκους. Φυσικά δεν έλειπαν και οι άμαξες που πηγαινοέρχονταν κάθε τόσο σε αυτή τη διαδρομή κουβαλώντας ερωτευμένα ζευγαράκια ή κυρίες που αποζητούσαν μια πιο μαγική διάσταση κατά την απογευματινή τους βόλτα. Ώσπου να ΄σου και ο λεβέντης ο πύργος, που εδώ και τόσα χρόνια στέκει εκεί, φαντάρος-στρατηλάτης, να αγναντεύει το Θερμαϊκό μέρα και νύχτα. Τύφλα να ‘χει ο πύργος της Πίζας, σκέφτομαι, και πλησιάζω ακόμα περισσότερο για μερικές φωτογραφίες. Όπως είναι φυσικό, όσοι στέκονται στο γύρω χώρο, έχουν βαλθεί να φωτογραφίζουν κι αυτοί τον πύργο ξανά και ξανά, μην τυχόν και τους φύγει, ενώ εκείνος με τη σειρά του, ποζάρει για όλους με το διαχρονικό του χαμόγελο. Ο περίπατος συνεχίζεται, για μερικά ακόμα χιλιόμετρα, όπου και φτάνουμε σε ένα περίεργο γλυπτό με ομπρέλες, αρκετά φουτουριστικό και όμοιο με εκείνο που έχουν βάλει στο Σύνταγμα, στο μετρό, για να κοσμήσουν την τρύπα που άνοιξε ο μετροπόντικας. Τέλος, παραδιδόμενοι πια στους αναστεναγμούς των παπουτσιών μας, αποφασίζουμε να πάρουμε ένα λεωφορείο, και να γυρίσουμε προς τα πίσω.



Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσω ότι το σύστημα συγκοινωνιών είναι πολύ μπροστά από το δικό μας στην Αθήνα. Σε κάθε λεωφορείο υπάρχει σύστημα που ειδοποιεί ποια είναι η επόμενη στάση, τόσο οπτικά όσο και ηχητικά, ενώ και σε όλες τις στάσεις υπάρχει ηλεκτρονικός πίνακας με συνεχή ενημέρωση, που γράφει σε πόση ώρα θα καταφτάσει το κάθε λεωφορείο. Και πέρα από αυτό, η συχνότητα των δρομολογίων είναι τόσο μεγάλη που η κλασσική δικαιολογία των αργοπορημένων «άργησε το λεωφορείο» δεν παίζει. Τα εισιτήρια επίσης, είναι μισή τιμή κάτω από της Αθήνας, πράγμα που σίγουρα μετράει στα συν. Είμαι πραγματικά περίεργος ωστόσο, να δω πόσο πολύ καλύτερη μπορεί να γίνει η συγκοινωνία και με την προσεχή εγκαινίαση του μετρό. Anyway…

Μπορεί να μην είναι το καλύτερο στέκι για φαγητό, αποτελεί όμως σταθερή αξία για απτόητους περιπατητές όπως εμείς, αφού μπορεί να σβήσει την κούραση με μιας. Φυσικά πρόκειται για το unlimited μενου στην Pizza Hut, με θέα το Λευκό Πύργο. Ένα γεύμα που πραγματικά το τιμήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί. Εναλλακτικά μπορεί κανείς να βρει την Εδέμ των γευστικών απολαύσεων στο μεζεδοπωλείο «τηγανιές και σχάρες», που βρίσκεται χωμένο μες τα λαδάδικα, πάνω σε μια πλατειούλα.
Τέλος, όποιος ψάχνει κάτι πιο εναλλακτικό, απέναντι ακριβώς από τις τηγανιές λειτουργεί κι ένα ταβερνάκι που σερβίρει λαχταριστά fish ‘n chips. Εχμ, κι όταν λέω σερβίρει εννοώ ότι τα βάζει όλα πάνω σε μια λαδόκολλα και στα φέρνει στο τραπέζι, έτσι χύμα! Φυσικά τότε είναι που αρχίζει μια μάχη μεταξύ των συνεστιαζομένων, για το ποιος θα πρωτοπάρει το καλύτερο κομμάτι. Το μαγαζί πάντα είναι φίσκα από μερακλήδες του «έμπειρου» φαγητού, και η ατμόσφαιρα είναι πολύ ζεστή. Ακόμα κι εγώ που ακούω ψάρι και τρέχω, και που δεν έφαγα original fish ‘n chips σε ολόκληρη την Αγγλία το καλοκαίρι, έφτασα στο σημείο να τα φάω στη Θεσσαλονίκη. Λίγο κουφό θα μου πείτε, αλλά αν βρεθείτε κατά ‘κει, give it a try. Μιας λοιπόν που πιάσαμε τα περί γεύσεως, δε μπορώ να μην αποδώσω και ένα φόρο τιμής στη ναυαρχίδα των Θεσσαλονικιώτικων ζαχαροπλαστείων, τον Τερκενλή. Εντάξει, είχα ακούσει πολλά για τα εξωτικά τσουρέκια με γέμιση κάστανο και επικάλυψη με λευκή σοκολάτα, ωστόσο άλλο να τα βλέπεις και να τα ακούς, κι άλλο να τα τρως. Πραγματικά, ένα πολύ ποιοτικό ζαχαροπλαστείο, κάτι σαν τον δικό μας Κωνσταντινίδη, που το όνομά του είναι σημείο αναφοράς της καθημερινότητας των εκεί κατοικούντων.



Πρώτο βράδυ στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, και εδώ πραγματικά χρειάζεται κάτι «έμπειρο» για να περάσουμε καλά. Η αλήθεια είναι πως η Σαλόνικα είναι μια έμπειρη πόλη από μόνη της, σχεδιασμένη εκ φύσεως για φοιτητοζωή, πραγματικά the place to be. Για μας δε, που τα Λαδάδικα έπεφταν μόλις 2 τετράγωνα πιο κάτω από το ξενοδοχείο, τι πιο εύκολο από το να πεταχτούμε μέχρι εκεί. Τελικά, εκείνο το βράδυ πήγαμε σπίτι μου, χμμ, βασικά μην ψαρώνετε. «*sp!timou» είναι το όνομα του μαγαζιού, και είναι αυτό που λέει από μόνο του το όνομα. Ένας χώρος που θα μπορούσε να είναι σπίτι μου, σπίτι σου, σπίτι του. Για την ακρίβεια, “Spititwo” λέγεται ο νέος χώρος που άνοιξε πάνω από τον original, δίνοντας συνέχεια στη μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει το μπαράκι. Όπως λέει και το σχετικό άρθρο στην αντίστοιχη LIFO της Θεσσαλονίκης, «στο *sp!timou θα βρείτε ψαγμένες μουσικές, ατμοσφαιρικό χώρο, live βραδιές, πρωτότυπες εκθέσεις και μια σειρά από events που θα σας κρατήσουν μέσα!». Εμείς τελικά, εκτός από όλα αυτά βρήκαμε και καλή παρέα, ενώ απολαμβάνοντας μερικές Paulaner επιτέλους μπήκαμε στο ρυθμό της πόλης. Την επόμενη ημέρα, συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας στους δρόμους και στις πλατείες και έπειτα από έναν ανεφοδιασμό στον Τερκενλή(που αφορούσε κυρίως τρίγωνα πανοράματος) καταλήξαμε να βρισκόμαστε έξω από ένα μεγάλο χώρο, που απ ότι φαινόταν ήταν ο χώρος που γίνεται το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από πάνω μας ορθωνόταν ένας περίεργος πύργος, που έμοιαζε λες και τον είχαν τοποθετήσει εκεί τίποτα εξωγήινοι, για να τον έχουν για κεραία, ή και κάποιοι techno-freaks που θα προσπαθούσαν να πιάσουν επαφή με το υπερπέραν. Τελικά τίποτα από αυτά δεν εξυπηρετούσε αυτός ο καταστροφικά αλλόκοτος πύργος, πέρα από το να είναι μια ωραία καφετέρια αλλά και κεραία αναμετάδοσης της ΕΤ-3. Για να ανέβεις εκεί πάνω, υπάρχει ένα ασανσέρ, το οποίο σε βγάζει κατ’ ευθείαν μέσα στην καφετέρια. Τότε, αφού ψάξαμε γύρω-γύρω για ένα τραπέζι με θέα το Λευκό Πύργο, για καλή μας τύχη άδειασε ένα ακριβώς εκεί που θέλαμε. Κι ενώ όλα έμοιαζαν ωραία και καλά, μέχρι να παραγγείλουμε, δεν κατάλαβα πως ακριβώς αλλά η θέα που είχαμε είχε ελαφρώς αλλάξει. Εντάξει, όταν δεν το ξέρεις ότι αυτή η καφετέρια έχει δάπεδο που περιστρέφεται για να παρέχει πανοραμική θέα σε όλους, τρως μια έκπληξη μόλις το δεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τιμές ήταν ελαφρώς παπορίσιες, κι ο καφές ήταν αρκετά μέτριος. Ωστόσο, η θέα που έχεις από εκεί πάνω είναι όλα τα λεφτά, και σε αποζημιώνει πλήρως. Ένα άλλο μέρος το οποίο έχει ακόμα καλύτερη θέα, είναι η άνω πόλη. Φυσικά πήγαμε και εκεί, όπως και σε ένα κακόφημο δασάκι λίγο πιο ψηλά, ονόματι “Σεϊχ-Σου”. Το δε δασάκι, ομολογώ ότι ήταν αρκετά spooky την ημέρα, αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί, παρά μόνο ψηλά δέντρα και μια ερειπωμένη παιδική χαρά. Κάπως έτσι λοιπόν, ή μάλλον και με μια ακόμη επίσκεψη στο Λευκό Πύργο, όπου η είσοδος είναι δωρεάν για φοιτητές, και όσο να ‘ναι αξίζει τον κόπο, ολοκληρώσαμε το walkabout μας στην πόλη. Τι καλύτερο λοιπόν από το να συνεχίσουμε τη διασκέδασή μας τις βραδινές ώρες.



Μετά την πρώτη βραδιά, που όπως έγραψα αράξαμε σπίτιμου, σειρά είχε το Fuzz, ένα μικρό μπαράκι με πολύ καλό κόσμο και ωραία μπυρόνια. Η ατμόσφαιρα του μαγαζιού ήταν εντελώς rock ‘n roll, με μπόλικο Elvis ζωγραφισμένο στους τοίχους του. Πραγματικά, το μαγαζί είχε τόσο πολύ Elvis μέσα του που νόμιζες ότι ήταν ναός αφιερωμένος στον βασιλιά της rock ’n roll. Στα συν του μαγαζιού μπαίνει και η barwoman, που δε σταμάτησε στιγμή να μας ξαναγεμίζει το μπολάκι με τα chips κάθε τόσο που τα κατεβάζαμε. Στη συνέχεια, και με στόχο να επιστρέψουμε και λίγο στα «δικά μας», κατεβήκαμε παραλία σε ένα κλασσικό mainstream μπαρ-κλαμπ, το οποίο έπαιζε ελληνική ποπ και ελαφρολαϊκά, ενώ βασικά δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Πάντως γενικά έχει πολλά τέτοια μαγαζιά στην παραλία(εννοώ δίπλα στην προβλήτα στη θάλασσα), τα οποία είναι συνεχώς ασφυκτικά γεμάτα, είτε απόγευμα για καφέ, είτε βράδυ για ποτό και λίγο χορό. Είναι τα λεγόμενα «πολυμορφικά», που περνάς το πρωί και είναι καφετέρια, και ξαναπερνάς το βράδυ και λες, ώπα, τι έγινε εδώ, από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτό; Γενικά στη Θεσσαλονίκη, η διασκέδαση όσο περνάει ο καιρός αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από δρόμους όπως Βαλαωρίτου, Συγγρού, Φράγκων και Λέοντος Σοφού. Ουσιαστικά πρόκειται για την παλιά βιοτεχνική πιάτσα της πόλης, η οποία έχει αποκτήσει ξανά ζωή και μας θυμίζει πολύ το δικό μας Γκάζι. Αναρίθμητα μπαρ και καφετέριες, που σίγουρα παραπέμπουν σε Εγγλέζικες pub ή λίγο Βερολίνο, συνθέτουν το σκηνικό της βραδινής διασκέδασης των νέων, από εναλλακτικούς μέχρι και trendy. Ασφυκτικά γεμάτο είναι το «Υποβρύχιο», το οποίο ακολουθεί μια British Pop φιλοσοφία με ιδιαίτερο design και πρωτότυπη διακόσμηση. Λάτρεις της μπύρας, φανατικοί της Ροκ, funk, jazz μουσικής δίνουν το παρόν κάθε βράδυ σε ένα από τα πιο εναλλακτικά στέκια της πόλης γεμάτοι alternative διάθεση και casual στιλ. Μη μπορώντας να βρούμε τραπέζι, κάτσαμε σε ένα διπλανό μαγαζί το οποίο ήταν κάπως πιο άνετο και έπαιζε εξίσου καλή μουσική. Στο υπόγειο λειτουργούσε εκθεσιακός χώρος στον οποίο υπήρχαν αρκετοί φουτουριστικοί πίνακες, ενώ γενικότερα το μαγαζί ήταν αρκετά κουλτούρα. Και έτσι φτάνουμε στο next big thing της νυχτερινής διασκέδασης της πόλης, το Charro Negro. Για να μπεις, θα χρειαστεί να σπρώξεις τη βαριά μεταλλική πόρτα του νεοκλασσικού στη γωνία Συγγρού και Εγνατίας και μόλις ανέβεις επάνω, θα δεις ένα μεγάλο χώρο με ωραία θέα στην Εγνατίας και δύο μεγάλα μπαρ. Η κάβα του είναι αρκετά προικισμένη, περιλαμβάνοντας μπύρες απ’ όλο τον κόσμο, ενώ κι εδώ έχουμε ένα χώρο που φιλοξενεί έργα διαφόρων καλλιτεχνών. Το καλύτερο φυσικά το άφησα για το τέλος, και δεν είναι άλλο από το Silver Dollar. Πρόκειται για ένα μεγάλο μπαρ το οποίο παίζει συνεχώς metal και hardcore μουσική, σε ένα χώρο δύο επιπέδων με μεγάλους καναπέδες, εντυπωσιακή μπάρα και καταπληκτικά κολλάζ στους τοίχους του, από αμέτρητα μουσικά θέματα. Πολλές φορές φιλοξενεί και live συγκροτημάτων ενώ επίσης οργανώνει και αφιερώματα σε διάφορα είδη μουσικής. Το πιο πρωτότυπο απ’ όλα ωστόσο, που πραγματικά το κάνει να ξεχωρίζει, είναι οι πάσης φύσεως διαγωνισμοί που διοργανώνονται συχνά-πυκνά. Θυμάμαι όταν πήγαμε είχε διαγωνισμό μπύρας, και είχαν στηθεί 10 παίκτες στην μπάρα ο ένας δίπλα στον άλλο με ένα pint ο καθένας μπροστά του, και με το έναυσμα του διαιτητή-μπαρμαν όλοι τους άρχιζαν να πίνουν σαν υστερικοί! Ο νικητής φυσικά κερδίζει όση μπύρα θέλει (αν θυμάμαι καλά) και κάτι λαχταριστά λουκανικάκια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά είχε και διαγωνισμό φαγητού, όπου οι παίκτες μοιράζονταν από ένα hot-dog και διαγωνίζονταν στο ποιος θα το φάει πρώτος. Ακόμα κι αν η μεταλ δεν είναι το φόρτε σας, πιστεύω ότι εκεί ένα βράδυ πρέπει να το αφιερώσετε.



Τέλος, με αυτά και με αυτά πέρασαν οι μέρες και η ώρα του γυρισμού είχε φτάσει. Μετά από ένα σύντομο τελευταίο περίπατο, αλλά και τον αναγκαίο μεγάλο ανεφοδιασμό μας στον Τερκενλή(!), αράξαμε σε ένα καφέ στην Ικτίνου, το Iktinou au Trottoir. Γενικά στην Ικτίνου που δεν είναι παρά ένας πεζόδρομος, έχει αρκετά καλά καφέ, με προσεγμένους χώρους και minimal διακόσμηση. Το au trottoir παίζει chill out μουσικές που εύκολα συνδυάζονται με κάποιο κοκτέιλ ή ρόφημα. Δίπλα, υπάρχει και το πάντα γεμάτο «μικρό», ξακουστό επίσης για τα cocktail του, με πιο γνωστό το Icons Champagne.



Συνολικά, πιστεύω ότι κάποιος που θα ήθελε να πάει στη Θεσσαλονίκη καλό θα είναι να κλείσει ξενοδοχείο αρκετά κεντρικά, ώστε να μπορεί να μετακινείται εύκολα ακόμα και με τα πόδια. Επίσης, αν πρόκειται να φτάσετε εκεί με το τρένο από Αθήνα, προτιμήστε το intercity. Φεύγοντας, εμείς επιλέξαμε το απλό τρένο και δεινοπαθήσαμε μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα, αφού όσο να ‘ναι δε μαζεύεται και ο καλύτερος κόσμος, ειδικά το βράδυ. Μπορεί επίσης να σας φανεί χρήσιμο το άρθρο αυτό που συγκεντρωτικά παρουσιάζει όλα τα hot spots της πόλης(πατήστε ΕΔΩ), ενώ τέλος, μην παραλείψετε να φάτε μπουγάτσα κάθε είδους!


Credits για πολλές απο τις όμoρφες φωτογραφίες σε Άρη και Αντρέα.
Thx guys!


Read more...

Hey Scots!

Μετά από ένα εύλογο χρόνο απουσίας, λόγω σχολής και διάφορα τρεχάματα, συνεχίζω το δεύτερο μέρος του ταξιδιού μας με τον Μιχάλη στο Λονδίνο(πρώτο μέρος θα το βρείτε εδώ) με τη πυξίδα να δείχνει επίμονα το βορά και εμείς να την ακολουθούμε πιστά. Προορισμός: Σκωτία. Τα μπαγκάζια στους ώμους και τρεχάτε ποδαράκια μου να προλάβουμε το πρωινό τρένο των 9 από το σταθμό King’s Cross.Με τις βαλίτσες φορτωμένες από τα ψώνια των προηγούμενων ημερών, την κούραση πλέον να μας λέει καλημέρα στα πρώτα βήματα μας έξω, το ταξίδι με τα αναπαυτικά καθίσματα της Britrail φάνταζε το ιδανικό ημίχρονο ξεκούρασης...


Read more...

London in detail

Good afternoon ladies and gentlemen. The captain and crew welcome you to OA Flight 269 to London. The aircraft we are flying today is a Boeing 737-400. Our flight time to Heathrow airport will be 3 hrs and 40 minutes.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε και το δικό μου ταξίδι στο Λονδίνο, όπου σύμφωνα με το σχέδιο, μετά από μια βδομάδα θα συναντούσα τον Άρη. Η αλήθεια είναι ότι είχε γίνει πολλή συζήτηση για αυτό. Ήδη από το όταν πρωτομπήκαμε στο Πανεπιστήμιο, 2 χρόνια πριν, ήμασταν και οι δύο τόσο χαρούμενοι που γίναμε -και με τη βούλα πια- φοιτητές που πλέον τις συζητήσεις μας είχαν αρχίσει να μονοπωλούν άλλα θέματα. Ανάμεσά τους, οι ωραίες μπυραρίες, τα όνειρα για το μέλλον, η εκμάθηση κάποιας εξωτικής ξένης γλώσσας ή ακόμα και τα ταξίδια…



Μα με τόσο χρόνο και ελευθερία, τι καλύτερο από το να ταξιδέψουμε! Κι όχι μόνο μία φορά, αλλά συνεχώς. Απλά να φύγουμε από εδώ, να αρπάξουμε ένα αεροπλάνο, να καβαλήσουμε ένα τρένο, να νοικιάσουμε ένα φτηνό αυτοκίνητο ή ακόμα και να στριμωχτούμε σε κάποιο πλοίο με προορισμό τα ξένα. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που αράζαμε στα παγκάκια του Θησείου και αραδιάζαμε τα pros και τα cons κάθε υποψήφιου προορισμού, ενώ ονειρευόμασταν τους εαυτούς μας στην Trafalgar με μια μπύρα αγκαλιά, ή στη Μαδρίτη φλερτάροντας σπανιόλες χορεύτριες ή στη Σουηδία αποκλεισμένοι σε κάποιο χιονοποντισμένο φιόρδ.Κι όμως, στο τέλος κάθε μας περατζάδας μέναμε με ένα πικρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, ξέροντας ότι για ακόμη μια φορά όλα αυτά τα σχέδια πέφταν στο κενό, αφού με κάποιο μυσταγωγικό τρόπο ένα αόρατο εμπόδιο ορθωνόταν μπροστά μας για να επιβεβαιώσει τη ρήση «κάθε αρχή και δύσκολη».
Μην τα πολυλογώ όμως, επιτέλους μετά από δύο χρόνια καταφέραμε να κλείσουμε τον πρώτο μας προορισμό! Αρχικά υπήρχαν κάποιοι δισταγμοί από πλευράς Άρη, που ώρες-ώρες μεγεθύνονταν και γινόντουσαν αρνήσεις, και οι αρνήσεις με τη σειρά τους απογοητεύσεις τόσο για εμένα, που έχανα το βασικό μου συμπαίκτη-συνοδοιπόρο, όσο και για εκείνον, που ήξερε ότι ήθελε πολύ να έρθει αλλά το ένα και αλλά το άλλο τελικά θα έμενε εδώ. Στη συνέχεια, όταν και κάμφθηκαν αυτά τα πρώτα «αλλά», μας συνεπήρε και τους δύο ένα ορμητικό κύμα ενθουσιασμού, κάτι σαν καταιγίδα όμορφων συναισθημάτων που πηγάζουν από την ικανοποίηση που έχεις όταν πετυχαίνεις ένα μεγάλο στόχο σου. Σειρά είχαν να μπουν τα θεμέλια, που δεν ήταν άλλα από την προετοιμασία της εκδρομής. Τρέξαμε λοιπόν, κλείσαμε εισιτήρια για αεροπλάνα, τρένα, πήραμε μερικούς οδηγούς και DVD που θα μας βοηθούσαν στην περιπλάνησή μας στα ξένα, και ακόμη, σιγουρέψαμε και τη διαμονή μας σε hostel s ανά τις διάφορες περιοχές που θα επισκεπτόμασταν. Και ήταν τότε όταν και χώθηκε η ιδέα να αποδράσουμε για μερικές ημέρες από το Λονδίνο και να απλωθούμε μέχρι το Εδιμβούργο και τη Γλασκώβη, δύο ξακουστές –μόνο καθ’ όνομα- πόλεις της Σκωτίας για εμάς. Ο Άρης μάλιστα, όντας λίγο πιο τολμηρός από εμένα, πρότεινε και μια επιπλέον εξόρμηση προς τα highlands και συγκεκριμένα την πασίγνωστη και πολύ-εξιστορημένη λίμνη του Λοχ-Νες. Έχοντας ρυθμίσει λοιπόν όλες αυτές τις λεπτομέρειες, και έχοντας αποχαιρετήσει τον Άρη, δίνοντας πάντα ραντεβού στο Λονδίνο μία εβδομάδα μετά, βρίσκω τον εαυτό μου να κάθεται αναπαυτικά σε μία από τις τελευταίες πτήσεις της Ολυμπιακής του Ωνάση και των χιλίων προβλημάτων, με προορισμό το Λονδίνο. Να πω σε αυτό το σημείο πως το πρόγραμμα ήταν να πάω στο Λονδίνο με την οικογένειά μου για μια εβδομάδα, ώσπου να μυηθώ και εγώ στο βρετανικό τρόπο ζωής, και μετά να συναντηθώ με τον Άρη, όπου και θα μέναμε μόνοι μας πια για περίπου 10 ημέρες. Με αυτά στο μυαλό και με τη δυσάρεστη μεν-υποφερτή δε συνοδεία του βόμβου που γεννούσαν οι κινητήρες του γέρικου 734 της Ολυμπιακής, ετοιμαζόμουν να καταβροχθίσω μια πρώτη λιχουδιά που είχε ακουμπήσει μπροστά μου μία από τις καλοβαλμένες αεροσυνοδούς της πτήσης. Κι επιτέλους! Μόνο το ιστορικό πέρασμα της Μάγχης μου απέμενε ώστε να φτάσω στο «νησί». Ένα πέρασμα που τόσα χρόνια χώριζε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, ένα πέρασμα που αποτέλεσε το πρώτο αεροπορικό δρομολόγιο στην ιστορία, κι ακόμη, ένα πέρασμα που πλέον εκτός από τη θάλασσα και τον αέρα, διασχίζεται κι από την ξηρά με τα ταχύτατα γαλλικά τρένα τα οποία ευελπιστώ να δοκιμάσω σε επόμενη εκδρομή. Και να που καθώς τα φωτάκια του Καλαί αρχίζουν να χάνονται πίσω μας, μπροστά μας αρχίζουν να ορθώνονται ανυπέρβλητοι σωρειτομελανίες , οι οποίοι ρουφάνε και σβήνουν με όλη τους τη μανία τα εγγλέζικα τοπία μερικές χιλιάδες πόδια πιο κάτω από τα δικά μου.Και ναι! Επιτέλους είμαι στην Αγγλία. Ακόμα καμιά φορά αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να υπάρχει πιο αυθεντικό καλωσόρισμα από εκείνον το σφικτό εναγκαλισμό με τα γκρι αυγουστιάτικα (!) σύννεφα της Βρετανίας. Όταν ξαναπάω, ίσως το μάθω. Το αεροπλάνο κατευθύνεται προς το ιστορικό αεροδρόμιο EGLL ή αλλιώς London Heathrow Airport και απάνω στις τελικές μανούβρες ευθυγράμμισης με το διάδρομο προσγείωσης ο κυβερνήτης μας κάνει μια περατζάδα πάνω από το Λονδίνο. Ξαφνικά νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα να με λούζει. Τα μονότονα σύννεφα για μια στιγμή διαλύθηκαν και κατάφερα να κλέψω μερικές ματιές από την πόλη. Ναι, ήταν όλα όπως στον ταξιδιωτικό οδηγό! Το London Eye, το παλάτι του Buckingham, το Hyde Park, το Stamford Bridge, ο Τάμεσης… όλα εκεί, στη θέση τους, όπως ακριβώς τα είχα οριοθετήσει στη φαντασία μου.
Ένα δυνατό τράνταγμα επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους- ναι ομολογώ ότι η προσγείωση ήταν αρκετά σκληρή. Για μια στιγμή το μυαλό μου πετάχτηκε στις προσγειώσεις που έκανα μικρότερος στο ίδιο αεροδρόμιο, μέσα από την οθόνη του υπολογιστή στο flight simulator. Τώρα ήμουν εκεί. Δεν άργησε να πιάσει στο terminal το αεροσκάφος και ήδη οι πρώτοι επιβάτες αποβιβάστηκαν. Από τότε και μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο δε θυμάμαι και πάρα πολλά πράγματα, ίσως γιατί είχα ανοίξει διάπλατα την πόρτα στη φαντασία μου και προσπαθούσα να ξετυλίξω τις σκηνές μπροστά μου σαν παραμύθι. Θυμάμαι όμως ότι το πρώτο πράγμα που είδα στον έλεγχο των αφιχθέντων επιβατών ήταν κάποιες διαφημιστικές αφίσες για την Ελλάδα και πραγματικά μου έκανε εντύπωση. Επίσης θυμάμαι ότι γενικότερα επικρατούσε ένας πανικός σχετικά με τη «νέα» γρίπη H1N1 και πολλοί φορούσαν ειδικές μάσκες. Θυμάμαι ότι με το που βγήκα από το terminal έπεσα πάνω σε ένα λονδρέζικο ταξί και η πρώτη ατάκα που είπα στον εαυτό μου ήταν: «ώστε υπάρχουν τελικά!!» . Θυμάμαι τα αυτοκίνητα να κινούνται σε ανάποδες κατευθύνσεις, την ελληνίδα υπεύθυνη του ξενοδοχείου που είχε έρθει να μας πάρει με ένα βανάκι και προσπαθούσε με ζήλο να μας κάνει μια πρώτη ξενάγηση καθώς μας πήγαινε προς το ξενοδοχείο. Θυμάμαι μυρωδιά φρέσκιας μπύρας να γαργαλάει τα ρουθούνια μου όταν περνούσαμε έξω από ένα ζυθοποιείο, το griffin Fuller’s brewery, όπως επίσης και το πρώτο κόκκινο διώροφο λεωφορείο που είδα, που ήταν όμοιο με το μοντελάκι της hot wheels που μου είχαν πάρει όταν ήμουν μικρός για να παίζω. Τόσα πολλά ερεθίσματα, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα! Ξαφνικά όλα ηρέμησαν, φτάσαμε στο ξενοδοχείο και ανέβηκα στο δωμάτιο όπου και έμεινα μέχρι να ξαναφύγω μετά από λίγο, για την πρώτη μου βόλτα στο Λονδίνο.
Ο καιρός σε σχέση με την Αθήνα ήταν εντελώς διαφορετικός. Από το μαύρο στο άσπρο, από τη ζέστη στο κρύο, από το ιδρωμένο κοντομάνικο στο κουμπωμένο μπουφανάκι. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην καρδιά του Λονδίνου, στο Kensington.Μια συνοικία, αν όχι αριστοκρατική, τουλάχιστον απλησίαστη για το μέσο Έλληνα. Τα σπίτια ήταν όλα ίδια μεταξύ τους, λες και έχουν βγει ανεξαιρέτως από το ίδιο καλούπι, ή λες και τα σχεδίασε όλα ο ίδιος αρχιτέκτονας που θαρρείς πως ξαφνικά ξέμεινε από δημιουργικότητα. Παραδόξως, όλα τους δείχνουν τόσο όμορφα, καθόλου πληκτικά θα έλεγα, χωρίς την παραμικρή δόση παραφωνίας μεταξύ τους. Σκέφτομαι πως για να είναι τόσο καλοβαλμένα και περιποιημένα, ίσως θα αντικατοπτρίζουν το ποιόν και το χαρακτήρα των ιδιοκτητών τους. Των ποιών;; Ναι, αυτό είναι ένα άλλο θέμα που θέλω να θίξω. Πολύ απλά δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες στο Λονδίνο. Εκεί όλα είναι υπό καθεστώς ενοικίασης μακράς πνοής. Δηλαδή αν θες εσύ να πάρεις ένα σπίτι στο Λονδίνο για να ζήσεις τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου, πρέπει να το νοικιάσεις για τα επόμενα 100 χρόνια, πληρώνοντας το αντίστοιχο ποσόν.
Μετά το πέρας των 100 ετών το σπίτι ξαναεπιστρέφεται στον ενοικιαστή και τα παιδιά σου(γιατί εσύ μάλλον θα είσαι κάπου αλλού) ή ξανανοικιάζουν ένα άλλο σπίτι ή παίρνουν το δρόμο για άλλες χώρες, όπως η δική μας, που μπορούν ελεύθερα να έχουν ιδιοκτησίες. Κάτι τέτοιες στιγμές πραγματικά συλλογίζομαι ότι ίσως έχουν δίκιο κάποιοι που λένε ότι εδώ είμαστε παράδεισος, αλλά προς το παρόν το προσπερνώ. Περπατώντας λοιπόν στους δρόμους του Kensington οι οποίοι είναι πλημμυρισμένοι στα ακριβά αυτοκίνητα(από Bentley ως Rolls-Royce κι από Maserati ως Ferrari, Porsche, Aston Martin), κατευθύνομαι προς τις κοντινές συνοικίες τις οποίες ούτε καν θυμάμαι να ονοματίσω. Περνάω ανάμεσα από πάρκα, τα οποία σε μέγεθος μου θυμίζουν το λόφο του Φιλοπάππου, και κοιτάω άναυδος τα εξωτικά φυτά που έχουν κατακλύσει κάθε γωνιά. Περνάω από δρόμους που ο ουρανός δε φαίνεται επειδή τα τεράστια κλαδιά πλατανιών τον έχουν αποκρύψει εδώ και πολλά χρόνια. Συναντώ τους πρώτους γραφικούς κόκκινους τηλεφωνικούς θαλάμους και ξοδεύω πολλές στιγμές σκεφτόμενος γιατί στο καλό αυτοί οι Εγγλέζοι έχουν βαλθεί να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη με το να χρησιμοποιούν λίρες, να οδηγούν ανάποδα και να βάζουν στις πίτσες τους τόσο αηδιαστικές γεύσεις. Τέλος, λίγο πριν φτάσω στο ξενοδοχείο και έχοντας απολαύσει το να περπατάω σε καθαρά πεζοδρόμια, ανοίγω την ομπρέλα μου γιατί όπως πάντα, κάθε μέρα θα τη ρίξει τη βροχούλα του, που θα πάει! Λίγο πριν κοιμηθώ, χαζεύω στην τηλεόραση μερικές εκπομπές (ανάμεσά τους το πολύ ευρηματικό νεανικό σίριαλ “the inbetweeners” όπως και το ψαγμένο “rudetube”) και τελικά ανανεώνω το ραντεβού μου με την πόλη για την επόμενη ημέρα.



Το πρωινό ξύπνημα στο Λονδίνο είναι αποκαρδιωτικό. Δεν υπάρχει ήλιος, παρά μόνο μια διάχυτη μουντάδα που διαπερνάει τις κουρτίνες του δωματίου και σε κάνει να θες να κουκουλωθείς στα σεντόνια σου για να μην σε αγγίζει. Από το παράθυρο ακούγονται τα κομπρεσέρ που ήδη δουλεύουν στο φουλ, εξυπηρετώντας το ζήλο των εργολάβων που προσπαθούν να ετοιμάσουν την πόλη για τη μεγάλη γιορτή των ολυμπιακών του 2012. Και μόλις ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ, πληθώρα μικροσυριγμών κατακλύζει τα αυτιά σου, που δημιουργείται από τις ορδές τουριστών που καταβροχθίζουν με λαιμαργία το continental breakfast τους. Ναι, καλά ακούσατε. Παρόλο που κανείς θα περίμενε ότι σε ένα τυπικό αγγλικό ξενοδοχείο προσφέρεται το παγκοσμίως γνωστό English breakfast, με τα τηγανητά αυγά, το μπέικον και τα κάθε λογής καλούδια, αυτό αποτελεί επιπλέον χρεώσιμη υπηρεσία, για όσους φυσικά το επιθυμούν. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, που το πλάτος του θυμίζει τυπικό ελληνικό δρόμο, αρκεί ένα μικρό περπάτημα για να φτάσω ως το γειτονικό σταθμό Gloucester road όπου και βγάζω μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών για τις πρώτες μου 7 ημέρες στην πόλη.Μετά από μια σύντομη πρώτη διαδρομή με ένα τυπικό double-deck λεωφορείο, φτάνω λοιπόν στο φημισμένο Westminster Abbey, ή ελληνιστί στο Αβαείο Ουέστμινστερ. Ένα μεγαλοπρεπή ναό, τον οποίο επισκέπτονται κάθε χρόνο πλήθος τουριστών για να θαυμάσουν τον πλούσιο εσωτερικό αλλά και εξωτερικό διάκοσμο. Φτάνοντας προς την είσοδο, βλέπω μερικούς φύλακες να στέκονται μπροστά από μια επιγραφή που αναφέρει ότι η είσοδος στο ναό χρεώνεται με 10 λίρες, και φυσικά νιώθω ένα κύμα δυσφορίας, αφού τα χρήματα που είχα για όλη την εκδρομή δεν τα προόριζα για τέτοιου είδους θεάματα. Ωστόσο δούλεψε για λίγο το ελληνικό πνεύμα μέσα μου, και σκέφτηκα να πάω ως την είσοδο , και να επιχειρήσω να μπω κάνοντας τον ανήξερο, ώστε ώσπου να με καταλάβουν να προλάβω να ρίξω μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του χώρου. Σειρά έχει η περιπλάνηση γύρω από το γειτονικό «μεγάλο Μπεν», το διασημότερο ρολόι της Ευρώπης. Πραγματικά, από κοντά δείχνει πολύ διαφορετικό, σκέφτομαι. Βλέποντάς το, νιώθεις ότι ακτινοβολεί, ότι λάμπει, ενώ ακούγοντάς το να λαλεί κάθε μισή ώρα, θυμάσαι τις ελληνικές καμπάνες και χαμογελάς, κάνοντας μια άδικη σύγκριση μεταξύ των δύο. Συνεχίζω διασχίζοντας τον καφέ και λασπουριάρη Τάμεση, περνώντας πάνω από τη γέφυρα του Ουέστμινστερ χαζεύοντας από κάτω μου μερικές μαούνες και πλοιάρια που σου θυμίζουν τα παριζιάνικα bateaux-mouche.Στα αριστερά ορθώνεται ένα επιβλητικό και συνάμα όμορφο κτήριο το “County Hall” που στεγάζει και το περίφημο “London Aquarium” ενώ παραδίπλα βρίσκεται ένα από τα πιο hot κτίσματα (;) της πόλης. Το όνομά του είναι “London Eye” και βλέποντάς το θαρρείς πως αποτελεί αποκύημα της Λονδρέζικης μανίας να αποκτήσει η πόλη το δικό της σήμα κατατεθέν, τον πύργο του Άιφελ του 21ου αιώνα ένα πράμα. Και τελικά τα κατάφεραν, γιατί όντως έχει καταφέρει μέσα σε αυτά τα 9 χρόνια να γίνει ένα εξαιρετικά δημοφιλές αξιοθέατο, να καταστραφεί σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας όπως το Fantastic Four αλλά και να θησαυρίσει, αφού μία απλή περιστροφή κοστίζει 35 λίρες(πείτε 40 ευρά κι είστε μέσα). Αφήνοντας όλα αυτά πιο πίσω, συνεχίζω την πορεία μου στην πλευρά του Τάμεση που ονομάζεται “embankment” μέχρι τα “horse guards”. Εκεί έχουν στηθεί δύο αναβάτες σε καλοστολισμένα άλογα και ποζάρουν από το πρωί ως το βράδυ, αποτελώντας μοναδική attraction για τους τουρίστες, αν κρίνω από το πόσοι πολλοί μαζεύονταν γύρω τους. Για να σπάσει τη μονοτονία υπήρχε και ένας πεζός στρατιώτης, ντυμένος με την παραδοσιακή στολή ο οποίος μπαινοέβγαινε κάθε λίγο και λιγάκι από την πύλη του Banqueting house και έκανε κάποιες επιδεικτικές κινήσεις με το ξίφος του, ώστε να τραβήξει τα βλέμματα πάνω του. Διασχίζοντας τον προαύλιο χώρο του Old Admiralty, ενός κτηρίου που θύμιζε παλάτι αλλοτινών καιρών βρίσκομαι στη Whitehall street, η οποία οδηγεί στην Trafalgar square, την αντίστοιχη πλατεία Συντάγματος του Λονδίνου.Προσπερνώντας πεζός τους γειτονικούς μποτιλιαρισμένους δρόμους από οχήματα, λεωφορεία και έφιππους αστυνομικούς, και ρίχνοντας μερικές ματιές σε πλανόδιους μικροπωλητές και βιρτουόζους κουκλοπαίκτες επί της πλατείας, μπαίνω στη National Gallery, την εθνική πινακοθήκη του Λονδίνου, που ανάμεσα στα εκθέματά της έχει αρκετούς Βαν Γκογκ. Περιπλανώμενος στους διαδρόμους της και χαζεύοντας τους πίνακες, μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του mr.Bean ο οποίος σε μία από τις ταινίες του εργαζόταν στην πινακοθήκη αυτή ως φύλακας που συνεχώς τον έπαιρνε ο ύπνος. Βλέποντας τους αντίστοιχους φύλακες να στέκονται όπως ο Bean στην ταινία, μου ξεφεύγει ένα γέλιο και συνάμα ακούω το κινητό μου να χτυπάει στην τσέπη μου. Μα ναι, ήταν ο Άρης! Είχα γενέθλια εκείνη την ημέρα, κι όμως, παραλίγο να το ξεχνούσα!



Αυτό που μου άρεσε στο σύστημα συγκοινωνιών του Λονδίνου ήταν ο τρόπος ελέγχου των εισιτηρίων. Ο κάθε επιβάτης είχε μία δική του κάρτα Oyster που θυμίζει πιστωτική, και όποτε ήθελε να χρησιμοποιήσει κάποιο λεωφορείο ή μετρό το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ακουμπήσει το πορτοφόλι του, που μέσα είχε την κάρτα, στην ειδική μαγνητική επιφάνεια. Χωρίς να ψάχνει σε ποια θήκη την έχει καταχωνιάσει, χωρίς να περιμένει υπομονετικά κάποιο μηχάνημα να την «ρουφήξει» για να την επικυρώσει, όπως αυτά του αττικό μετρό, και κυρίως, υπό το άγρυπνο μάτι του οδηγού, ο οποίος-αν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα με την κάρτα- σου απαγόρευε την είσοδο ή σε υποχρέωνε να πληρώσεις το αντίτιμο του εισιτηρίου επί τόπου. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν το ύψος του αντιτίμου που απ’ ότι χαρακτηριστικά θυμάμαι κυμαινόταν από 2 λίρες (ίσον 2μισι ευρά) για μια διαδρομή με λεοφωρείο, ως 4 λίρες (5 ευρά!!) για μια απλή διαδρομή του μετρό. Ενός μετρό που κάθε άλλο παρά ελκυστικό ήταν. Πρώτα απ’ όλα, σε κάθε στάση έπρεπε να ανταγωνιστείς τους εκατοντάδες άλλους συνταξιδιώτες σου για να καταφέρεις να φτάσεις εγκαίρως σε ένα ακυρωτικό μηχάνημα. Στη συνέχεια, αφού είχες από πριν ξεκαθαρίσει το δρομολόγιο που ήθελες να ακολουθήσεις, έπρεπε με προσοχή να διαλέξεις ένα από τα πολλά μονοπάτια που θα σε οδηγούσαν στη σωστή αποβάθρα. Με τα χέρια στις τσέπες, ώστε να αποθαρρύνεις τους επίδοξους λωποδύτες και ευκαιριακούς τσαντάκηδες προσπαθούσες να βρεις το σωστό δρόμο βαδίζοντας μέσα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους, που έκαναν το μυαλό σου να ταξιδεύει στα μινωικά ανάκτορα και τους λαβύρινθους που μόνο με το μίτο της Αριάδνης μπορούσες να διασχίσεις. Και σα να μην ήταν μόνο αυτά, ένα βαρύ και δυσάρεστο ρεύμα αέρα ερχόταν κατά πάνω σου κάθε φορά που βρισκόσουν μπρος σε ένα νέο σταυροδρόμι.Ώσπου τελικά έφτανες στα έγκατα της γης, όπου τα προβλήματα αναλώνονταν πια σε μερικά ποντικάκια που έτρεχαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα πόδια των ανθρώπων και στη δυσοσμία μέσα στο βαγόνι, που σε έκανε να βγάζεις το κεφάλι μπροστά στο παράθυρο και να αναπνέεις όσο πιο ελαφρά μπορείς. Τέλος, αφού έφτανες στον προορισμό σου, είχες να ανέβεις πάλι μέχρι επάνω, προσπερνώντας για ακόμη μια φορά όλα τα εμπόδια που συνάντησες στην κάθοδο. Σε μερικούς σταθμούς μάλιστα δεν υπήρχαν κυλιόμενες παρά μόνο κάτι παλιά ασανσέρ, καταποντισμένα από την υγρασία και τη σκουριά που σε έκαναν να αναρωτιέσαι αν βρίσκεσαι φυλακισμένος στα υπόγεια ενός μεσαιωνικού κάστρου ή απλά να μετράς αντίστροφα μέχρι να καταφέρεις να βγεις από εκεί μέσα. Για όλους αυτούς τους λόγους, αποφάσισα να στραφώ στα υπέργεια μέσα μεταφοράς, και συγκεκριμένα στα διώροφα κόκκινα λεωφορεία που τόσο πολύ μου άρεσαν. Εκεί η κατάσταση ήταν διαφορετική. Σαφώς πολύ καθαρότερα, ευάερα, ευήλια, έμοιαζαν περισσότερο με εκδρομικά coach παρά με το δικό μας 242 που συνδέει Κατεχάκη-Πολυτεχνειούπολη, ή το αντίστοιχο 608 των Καποδιστριακών. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η οργάνωση αυτών των λεωφορείων. Πρώτα απ’ όλα, υπήρχε εγκατεστημένο σε κάθε ένα από αυτά ένα σύστημα καμερών CCTV που παρακολουθούσε κάθε σου κίνηση και ενημέρωνε τον οδηγό μέσα από συνεχή ροή εικόνας σε μια οθονούλα τοποθετημένη πάνω από το κεφάλι του. Μόνος μου μέτρησα 13 κάμερες σε κάθε λεωφορείο που μπήκα. 8 στον κάτω όροφο και 5 στον επάνω, ο οποίος αποτελούσε τον αγαπημένο μου, και κάθε φορά που έπαιρνα το λεωφορείο έτρεχα προς τα πάνω, να πιάσω μια θέση. Κάποια φορά θυμάμαι πως έτυχε να μην βρω, και έτσι παρέμεινα όρθιος περιμένοντας κάποιον να κατέβει ώστε να επωφεληθώ. Τότε ήταν που έπαθα πλάκα, καθώς αμέσως άκουσα ένα προ-ηχογραφημένο μήνυμα από τα μεγάφωνα του λεωφορείου να μου δίνει εντολή να κατέβω στο κάτω διάζωμα, καθώς λέει απαγορευόταν να στέκομαι όρθιος επάνω. Φαίνεται πως κάποια κάμερα με μαρτύρησε στον οδηγό, σκέφτηκα, και ενοχλημένος πήρα την κατιούσα. Αργότερα διαπίστωσα πως υπήρχαν κάθε λογής έτοιμα μηνύματα, που σχετίζονταν είτε με το να σου πουν ποια ήταν η επόμενη στάση, είτε με το να σου ανακοινώσουν ευγενικά ότι η διαδρομή τελείωσε, όταν εσύ περίμενες ο οδηγός να κλείσει τις πόρτες και να συνεχίσει, τραβώντας ανέμελος τις φωτογραφίες σου, είτε και να σε απειλήσει με πρόστιμο αν δεν κατεβάσεις τα πόδια σου από το κάθισμα. Και η αλήθεια είναι ότι στο Λονδίνο απ’ ότι πρόλαβα να διαπιστώσω υπήρχαν πολλές απειλές. Πρόστιμα για κάθε τι που ούτε καν πάει το μυαλό σου. Πρόστιμο για ένα σωρό πράγματα που στην Ελλάδα τα κάνουμε χωρίς το παραμικρό αίσθημα ντροπής, που έχουν γίνει το ψωμοτύρι μας. Για παράδειγμα, το να μην μαζέψεις τα περιττώματα του σκύλου σου σε δημόσιο χώρο χρεώνεται με 1200 λίρες (κοντά 1500 ευρά).



Ένα μέρος στο οποίο ήθελα πολύ να πάω ήταν το Imperial College of London, ένα καταπληκτικό πανεπιστήμιο για το οποίο έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια, και εν πάση περιπτώσει ήθελα να δω κι από κοντά. Περνώντας από το επιβλητικό Royal Albert Hall, στο οποίο έχουν δώσει συναυλίες καλλιτέχνες από το Robbie Williams ως και την Άννα Βίσση με το Δημήτρη Κοργιαλά(!), έφτασα στο Imperial College Union, κι από εκεί στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Κατηφορίζοντας ακόμη πιο κάτω και ελαφρά προς τα αριστερά, ακολουθώντας την μεγαλοπρεπή Brompton Road βρίσκεσαι μπροστά στο Harrods, το πιο γνωστό mall του Λονδίνου, και ίσως το πιο ακριβό. Όταν βλέπεις τα αμερικάνικα limo να σταματούν το ένα μετά το άλλο έξω από το κατάστημα και να αμολάνε το κάθε ένα από 5 με 6 μαντιλοφορεμένες γυναίκες του σεΐχη, αρχίζεις να αμφιβάλεις αν υπάρχει πραγματικά λόγος να παραμείνεις στο κατάστημα κοιτώντας τις βιτρίνες, ή μήπως θα ήταν καλύτερο να πεταχτείς στα διπλανά μαγαζιά, π.χ. την Gap ή τη Benetton. Το Knightsbridge αποτελεί μακράν μια από τις ακριβότερες περιοχές, και τα καταστήματα που υπάρχουν εκεί κάνουν τα αντίστοιχα της Βουκουρεστίου να μοιάζουν με ψιλικατζίδικα. Το Λονδίνο έχει άλλον αέρα, κι αυτό είναι σε θέση να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε βρεθεί εκεί. Είναι μια μητρόπολη στην οποία συρρέουν άνθρωποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που καταφέρνει να παντρέψει όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία προς όφελός της, αλλά και να σου προσφέρει μαζί την ζεστασιά που τα πυκνά σύννεφα κλέβουν από τον ήλιο.
Σειρά έχει μια εκδρομή στο Greenwich, που εύκολα κανείς πάει με το μετρό αν βιάζεται, αλλά ακόμα καλύτερα πάει με το καραβάκι, έχοντας χρόνο να χαζέψει και τις δύο όχθες του ποταμού ταυτόχρονα.Εκεί όπως όλοι ξέρουμε είναι το ομώνυμο αστεροσκοπείο, το οποίο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου και έχει αντί για σκεπή ένα μαντζούνι στο οποίο είναι στερεωμένη μια μπάλα.Αυτή η μπάλα, όποτε είναι μια το μεσημέρι πέφτει, γιατί λέει έτσι δίνει σήμα στους ναυτικούς και εκείνοι με τη σειρά τους υπολογίζουν το πότε να γυρίσουν πίσω. Για κακή μου τύχη, το άλλο αξιοθέατο της περιοχής, το Cutty Shark, είχε καεί ολοσχερώς και βρισκόταν υπό ανακατασκευή. Στο γυρισμό, μια στάση στην Tower Bridge, την πασίγνωστη γέφυρα του Λονδίνου είναι καλή αφορμή για να δεις και το γειτονικό πύργο του Λονδίνου, πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις ότι στο πωλητήριο του πύργου μπορείς να βρεις τα πιο ωραία μπισκότα βουτύρου που υπάρχουν, τα Walkers. Αν και βγαίνω λίγο off topic, πραγματικά τα συστήνω!!



Τέλος, το μόνο που έμεινε για να περιγράψω είναι το τελευταίο πράγμα που έκανα στο Λονδίνο, όταν πια οι περιττές δαπάνες είχαν τελειώσει και το μόνο που είχε μείνει στο πορτοφόλι μου ήταν pure money, ready to be spent. Ναι καλά καταλάβατε, το shopping therapy στην Αγγλική πρωτεύουσα είναι τόσο επικίνδυνο, που αν δε το αφήσεις για τις τελευταίες ημέρες των διακοπών μπορεί να σε παρασύρει και να σε κάνει να αναλώσεις όλο το budget σου σε όμορφες σαχλαμαρίτσες. Πρώτα απ’ όλα λοιπόν ξεκινούμε από την Regent street που ενώνει το Piccadilly circus με το Langham Place, τέμνοντας την περίφημη Oxford street. Στη Regent εδρεύουν μερικά από τα πιο μεγάλα καταστήματα του Λονδίνου όπως το Hamley’s, το οποίο είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα παιχνιδάδικα του κόσμου, ή και η ναυαρχίδα της μεγάλης Apple, μητέρας των Mac και i-phone.
Ανηφορίζοντας, κανείς παρατηρεί ότι οι ορδές των τουριστών αρχίζουν να πυκνώνουν και να κινούνται με όλο και μεγαλύτερη ορμή, πότε από εδώ, πότε από εκεί και πότε παραπέρα. Η ορατότητα περιορίζεται το πολύ στα ένα με δύο κεφάλια πιο μπροστά από εσένα και σιγά-σιγά αρχίζεις να ζαλίζεσαι και να μην ξεχωρίζεις φιγούρες παρά μια θορυβώδη οχλαγωγία που κινείται σε περίεργες τροχιές. Όταν πια αυτό το κύμα ανθρώπων γιγαντωθεί, καθώς νέες μάζες έρχονται από τα έγκατα της γης (βλ. σταθμό μετρό) να προστεθούν στις προηγούμενες , τότε μάλλον μπορείς να μαντέψεις ότι είσαι στο σταυροδρόμι Oxford. Ναι, η Oxford Street,ένα από τα πιο κομβικά σταυροδρόμια του Λονδίνου αποτελεί τον παράδεισο του shopping. Περιλαμβάνει πληθώρα καταστημάτων, ή ακόμα και πολυκαταστημάτων, όπως το πασίγνωστο Selfridges, το οποίο παρεμπιπτόντως στον τελευταίο όροφο έχει ένα πολυεθνικό fast-foodαδικο το οποίο και τίμησα δεόντως. Περπατώντας λοιπόν στις «όχθες» αυτού του φανταστικού δρόμου, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με άπειρες προκλήσεις πίσω από τις βιτρίνες και πιάνεις τον εαυτό σου να μη μπορεί να αντισταθεί μια επίσκεψη σε every single store, που λένε και οι ντόπιοι. Πραγματικά υπήρξαν στιγμές που προσπαθούσα να υπολογίσω πόσο χρόνο χρειάζεται κανείς για να εξερευνήσει την κάθε γωνίτσα και το κάθε μαγαζάκι της Oxford Street, και κατέληξα στο ότι ο χρόνος αυτός είναι άμεσα συγκρίσιμος με μια αντίστοιχη εξονυχιστική περιπλάνηση στο Βρετανικό μουσείο ή το Λούβρο. Δηλαδή μήνες! Για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, οφείλω να υπογραμμίσω ότι υπάρχουν φυσικά πολύ ακριβότερα μαγαζιά από αυτά τις Oxford, για όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν τα χρήματά τους σε ενδύματα γνωστών οίκων μόδας. Ωστόσο, τη ζωντάνια και τη χάρη, την ζωή και τον παλμό της Oxford πραγματικά δεν μπορεί κανείς να τα βρει αλλού στον κόσμο, παρά μόνον εκεί. Γι αυτό ο δρόμος ετούτος έχει και θα έχει πάντα μια ξεχωριστή αξία για τον επισκέπτη.



Κλείνοντας λοιπόν αυτή τη μεγαλύτερη ενότητα του κειμένου που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του Λονδίνου, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά στον επισκέπτη μετά από μια πρώτη βόλτα, έχω να προσθέσω και λίγα πράγματα για τα μουσεία της πολής. Την αλήθεια θα την πω, ίσως δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα για μένα από το να χαζεύω αρχαιότητες και να παρακολουθώ πολιτιστικές εκδηλώσεις, ωστόσο στην Αγγλία τα πράγματα με ώθησαν από μόνα τους σε 2 επισκέψεις. Η πρώτη ήταν φυσικά στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζει ανάμεσα στις αναρίθμητες συλλογές του και αρκετά αρχαιοελληνικά αγάλματα και μνημεία, τα περίφημα «Ελγίνεια», που εδώ και χρόνια αποτελούν το μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών. Λίγο πιο κάτω βρίσκονται μερικά αγαλματάκια από τον κυκλαδικό πολιτισμό, αυτά που τόσο πολύ θαύμαζα πάντα για τη λιτότητα των μορφών και την ποιότητα των συναισθημάτων που αντιπροσωπεύουν. Τέλος, στο βάθος υπάρχει και η μοναχική Καρυάτιδα, που στέκει εκεί αγέρωχη μα και αμίλητη τόσα χρόνια, περιμένοντας καρτερικά να ξανασμίξει με τις υπόλοιπες φιλενάδες της στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Κατά τα άλλα, μια μικρή βόλτα στις αιγυπτιακές μούμιες είναι από τα κλασσικά δρομολόγια που κανείς οφείλει να ακολουθήσει, ενώ και μια γρήγορη (μισάωρο και πολύ λέμε) σάρωση των αιγυπτιακών γλυπτών είναι αρκετή για να ολοκληρωθεί η μίνι επίσκεψη μας στο μουσείο. Επόμενη στάση το μουσείο τεχνολογίας, στο οποίο ομολογώ ότι πήγα μπιτάτος, έχοντας αποκτήσει περισσή φόρα από τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, που μόνο άσχετες δεν ήταν με τα όσα επρόκειτο να δω. Δε νομίζω ότι έχει νόημα να αναφερθώ στα εκθέματα, ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Πρέπει να ομολογήσω μόνο ότι απογοητεύθηκα λίγο από όσα είδα μιας και δε μου προξένησαν καμία εντύπωση.
Κοινώς, για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί τεχνολογία και επιστήμη, μια τέτοια εμπειρία είναι απόλυτα θετική. Για εμάς τους υπόλοιπους ωστόσο αποτελεί μάλλον μια αυτοεπιβεβαίωση και ίσως όχι κάτι περισσότερο. Φτάνει λοιπόν, αρκετά με τα μουσεία!
Ας φύγουμε κι ας ταξιδέψουμε νοερά με το μετρό, διασχίζοντας όλα τα υπόγεια λαγούμια του Λονδίνου μέχρι να φτάσουμε και να αναδυθούμε στο καταπράσινο St James Park. Περπατώντας μέσα από αυτό, και αφήνοντας πίσω μας λιμνούλες με πάπιες, σκίουρους και όμορφα πουλιά, φτάνουμε στο ξακουστό Buckingham Palace, όπου αν είμαστε τυχεροί θα βρεθούμε μπροστά σε μια φαντασμαγορική αλλαγή φρουράς. Καμία σχέση με τη δική μας αλλαγή στο Σύνταγμα, ούτε καν με αυτή που γίνεται κάθε μεσημέρι Κυριακής. Εκεί τα πράγματα είναι πιο κινηματογραφικά. Οι φρουροί, ντυμένοι με εκείνες τις χαρακτηριστικές, κάπως ιδιόρρυθμες στολές τους, εναλλάσσονται και επιδίδονται σε διάφορες πόζες και φιγούρες υπό τα χαρμόσυνα μουσικά ταιριάσματα της αντίστοιχης περιπλανώμενης μπάντας. Χιλιάδες κόσμος πλημμυρίζει τις γύρω πλατείες έτσι ώστε ακόμα και το τράβηγμα μιας απλής φωτογραφίας να καθίσταται περιπέτεια. Κατά την προσωπική μου άποψη βέβαια, πολύς χαμός για το τίποτα αλλά τέλος πάντων… Στη συνέχεια, μετά από μια σύντομη διαδρομή με το μετρό φτάνουμε στον τελευταίο μας σταθμό, τον περίφημο καθεδρικό του Αγίου Παύλου. Πραγματικά, αυτή η εκκλησία-αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι-,σου κόβει την ανάσα. Ίσως να «φταίει» το ύψος της, ίσως το μεγαλείο της, ίσως τα στολίδια της, ίσως η αρχιτεκτονικής της, ίσως το ότι απλά είναι ένα αριστούργημα, ίσως κι όλα αυτά μαζί, μα το θέμα είναι πως αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο κτήριο, για το οποίο μόνο περήφανοι μπορεί να είναι οι Λονδρέζοι. Και καθώς κάνω λοιπόν ένα γύρο από το ναό, συνεχίζοντας αυτή την άτυπη δοξασία στον αρχιτέκτονά του,
προχωρώ με τα πόδια λίγο πιο κάτω και ετοιμάζομαι να διασχίσω την Millennium Bridge, την καταραμένη γέφυρα που χτίστηκε το 2000 για τον εορτασμό της νέας χιλιετίας, κι όμως κακοσχεδιασμένη καθώς ήταν κινδύνευε από έντονες ταλαντώσεις που επάγονταν στις στηρίξεις της από τους γύρω αέρηδες. Έτσι, χρειάστηκε να γίνουν κάποιες ακόμη τροποποιήσεις ώστε να αποκτήσει την τελική της μορφή που ως σήμερα κατέχει, και που αν δεν εμφανιστεί κάποιο νέο πρόβλημα(!) θα συνεχίσει να έχει. Και ναι, φτάνω στον προορισμό μου, την Tate modern, ή ελληνιστί την πινακοθήκη σύγχρονης τέχνης της πόλης! Η Tate είναι κάτι σαν το δικό μας Γκάζι, που από εργοστάσιο μετατράπηκε σε πολυχώρο τέχνης και ταυτόχρονα σε σημείο αναφοράς του σύγχρονου Λονδίνου. Οπωσδήποτε αξίζει μια επίσκεψη στον τελευταίο όροφο, για καφέ, απ’ όπου η θέα σε αποζημιώνει μια και καλή. Επίσης, πολύ όμορφα πράγματα μπορεί κανείς να βρει στο πωλητήριο που βρίσκεται στο ισόγειο, σε εξίσου προσιτές τιμές. Κάπου εδώ λοιπόν, έχοντας ολοκληρώσει μια πρώτη γνωριμία με τη μαγική αυτή πόλη, αποφάσισα να αράξω κατάχαμα στο γρασίδι της Tate απολαμβάνοντας μια ξινή φρεσκοστυμένη πορτοκαλάδα, παρατηρώντας παράλληλα τριγύρω τους ανθρώπους να κάθονται αναπαυτικά και να λιάζονται στον Αυγουστιάτικο ήλιο. Έτσι λοιπόν όπως είχα γείρει στο πλάι και σημείωνα τις παρατηρήσεις μου σε ένα μικρό σημειωματάριο, ήρθε ένας ενοχλητικός ήχος να με αφυπνίσει και να με κάνει να ψαχτώ.
«Εμπρός;;», απαντώ, και τότε μια γνώριμη φωνή (Άρης) εμφανίζεται ξανά στο ακουστικό! Όχι, δεν ήταν άλλη μια κλήση για να μου πει μια ανούσια πληροφορία για την ελληνική πραγματικότητα, που μέρες τώρα είχα αφήσει πίσω, ούτε καν να μου περιγράψει την κολασμένη ζέστη που επικρατούσε στην Αθήνα. Πολύ απλά, ήταν για να μου ανακοινώσει ότι μόλις έφτασε κι αυτός στο Λονδίνο! Έφυγα λοιπόν κι εγώ καρφί για το σταθμό Gloucester Road όπου και είχαμε δώσει ραντεβού αφήνοντας πίσω μου όλες αυτές τις πλατωνικές αναζητήσεις που με διακατείχαν όποτε εντόπιζα μια νέα Λονδρέζικη παραξενιά, όπως αυτή με τις στάσεις λεωφορείων που είναι τοποθετημένες με την πλάτη στο δρόμο(!). Σε πολλές λεπτομέρειες στο εξής δε θα μπω, μιας και με πρόλαβε ο Άρης στο “LondONers”. Αν όμως δεν περιγράψω τη χαρά που με έπιασε, ήδη από τα πρώτα βήματα που κάναμε μετά τη συνάντηση μας, θα σκάσω! Και πώς να μην είμαι χαρούμενος, αφού μετά από αυτή τη μία εβδομάδα που ήμουν εκεί ένιωθα ως ο έμπειρος της παρέας, ο ξεναγός, ο Λονδρέζος παρά κάτι κι όχι ο Έλληνας συν κάτι. Με τον Άρη σε κάθε διάβαση να κοιτάει στη λάθος κατεύθυνση του δρόμου και με εμένα να προσπαθώ να βρω μανιωδώς τις σωστές διαδρομές που έπρεπε να πάρουμε ψάχνοντας απ’ άκρη σ’ άκρη ένα παλιωμένο χάρτη που τόσες μέρες κουβαλούσα μαζί μου, οι πρώτες μέρες πέρασαν αέρας. Το όλο κλίμα ήταν αρκετά χιουμοριστικό, με εμάς από το πρωί ως το βράδυ να γυρίζουμε δεξιά κι αριστερά, να τρώμε στο πόδι κάνα σνακ και να σκοντάφτουμε κάθε τόσο πάνω σε παρέες ελλήνων χαιρετώντας τους ξανά και ξανά. Κι όταν πια το βράδυ(7-8 η ώρα) οι Εγγλέζοι άρχιζαν να συσσωρεύονται στις pub και να αναλώνουν το χρόνο τους καταπίνοντας στην κυριολεξία το ένα pint(pint= το αγγλικό ισοδύναμο ποτήρι μπύρας) μετά το άλλο, χωνόμασταν και εμείς σε κάποιο ψαγμένο μπυρομάγαζο και πίναμε όσο μας αναλογούσε, μέχρι να χτυπήσει το καμπανάκι στις 11 που δίνει το σήμα της λήξης του session, ή ελληνιστί finito la musica και όλοι γυρνάνε σπίτια τους για ύπνο. Από τα highlights της εκδρομής ήταν φυσικά εκείνο το απόγευμα που στηθήκαμε στην ουρά του Wyndham’s, του θεάτρου που ανέβαζε ‘Hamlet’ με πρωταγωνιστή τον Jude Law. Μετά από μια αναμονή 3ωρών και κάτι στο κρύο και στη βροχή, σταθήκαμε τυχεροί και εξασφαλίσαμε το μαγικό χαρτάκι για την παράσταση. Καταπληκτική σκηνοθεσία, άψογες ερμηνείες, τα πάντα όλα με λίγα λόγια ήταν εκείνο το βράδυ, που έληξε με αρκετή κούραση μεν, αλλά και με μεγάλη ικανοποίηση δε.


Μπορεί τελικά να μην καταφέραμε να επισκεφθούμε το Speaker’s Corner στο Hyde Park κάποια Κυριακή πρωί για να ακούσουμε τους επίδοξους φιλόσοφους να αγορεύουν, ή ακόμα και την pub “the engineer” στην οποία ήθελα οπωσδήποτε να πιώ ένα μπυρόνι, αλλά ίσως έτσι να είναι και καλύτερα. Άλλωστε… τώρα που τον μάθαμε το δρόμο, ας μείνει και κάτι να ‘χουμε να κάνουμε όταν ξαναπάμε!






Read more...

Λουξεμβούργο και μου μυρίζει μεσαίωνας

Σε αυτό το ποστ θα κάνω μια προσωπική υπέρβαση, κατόπιν γονατιστής παράκλησης του συνεργάτη μας Μιχάλη (:P)... ύστερα από δύο μήνες εξάσκηση θα του κάνω το χατίρι και θα βάλω τόνους. Θα του εξηγήσω όμως ότι οι τόνοι είναι άχρηστοι όταν έχεις κάτι σημαντικό να πεις και επίσης καταστρέφουν το παραμύθι (επειδή επιβάλλονται από την πραγματικότητα και το παραμύθι δεν συνεργάζεται μαζί της). Ας έχει λοιπόν. Το δικό μου ταξίδι έγινε στο Λουξεμβούργο, την πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής κοινότητας, το κάστρο των κεφαλιών της Ευρώπης...την «πηγή εσόδων» των χωρών κρατών που στηρίζονται στα ευρωπαϊκα ταμεία και τις προσφορές. Δεν θέλω να μιλήσω για την πιο πρόσφατη κοινωνική και οικονομική θέση αυτής της χώρας, λέω να κάνω για αρχή μια βόλτα στην ιστορία και την γεωγραφία της...




Η ονομασία της χώρας έχει τις ρίζες της σε ένα φρούριο που είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι στην περιοχή της τωρινής πρωτεύουσας του Λουξεμβούργου ονόματη Luciliburgum. Παρ’όλα αυτά, οι ντόπιοι το αποκαλούν Lëtzebuerg και θεωρούν ότι είναι το τελευταίο κάστρο της περιοχής των Αρδεννών, στην οποία και κυβερνούσε ο πρώτος μονάρχης που αναγνώρισαν, ο Ζίγκφριντ (963 μΧ). Το φαινόμενο του να ονομάζεται μια χώρα/πόλη/περιοχή από κάποιο «κτήριο» που υπάρχει εκεί, είναι πολύ συχνό γι’αυτό και δεν θα δώσω περισσότερη σημασία σε αυτό.
Αντίθετα όμως, αξίζει να σημειωθεί πως αυτό το μικρό κράτος αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αργότερα των φεουδαρχικών μοναρχιών (όμορφος μεσαίωνας ααααχ). Σε εκείνη την περιοχή έζησε και κυβέρνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ πηγαίνοντας αναδρομικά, το 963 έγινε κομητεία και το 1354 δουκάτο.


Παρατηρώντας την γεωγραφική του θέση (συνορεύει ανατολικά με τη Γερμανία, νότια με τη Γαλλία, δυτικά και βόρεια με το Βέλγιο), είναι εύλογο να συμπεράνουμε την ταραχώδη ιστορία του, τους πολέμους για την γεωλογική επικράτηση και τις μετακινήσεις μεγάλων αριθμών πληθυσμού διαφορετικών εθνικοτήτων. Γι’αυτό και στο σημερινό Λουξεμβούργο κατοικούν ακόμα άνθρωποι πολλών εθνικοτήτων και ακούγονται παραπάνω από 1 γλώσσες.

Τα παραπάνω είναι απορίες που σου λύνονται από τα πρώτα βήματα που θα κάνεις στην συνονόματη πόλη και πρωτεύουσα του Λουξεμβούργου. Από την πρώτη στιγμή ακούς Λουξεμβουργιανά (εννοείται πως δεν τα καταλαβαίνεις) και Γερμανικά. Η επίσημη γλώσσα όμως είναι τα Γαλλικά. Το Λουξεμβούργο είναι μια σύχρονη πρωτεύουσα με καινούρια κτίρια (πχ τα κτίρια της ευρωπαϊκής κοινότητας) και παράλληλα μια μεσαιωνική πόλη. Παντού τριγύρω υπάρχουν τείχη, υπολείμματα της ρωμαϊκής περιόδου, παλιές γέφυρες και κυρίως πλατάνια.

Ναι…πολλά πλατάνια που δίνουν νόημα στις λέξεις «πυκνό» και «ψηλό» . Εντυπωσιάστηκα από την βόλτα στην παλιά πόλη, ανάμεσα στα δέντρα, πάνω από παλιές πέτρινες γέφυρες, δίπλα από το ποτάμι, ανάμεσα σε παρτέρια που τα στόλιζαν όμορφα περιποιημένα (ευρωπαϊκά φυσικά) λουλούδια. Εκεί έχει κυρίως πάπιες και περιστέρια, τα άλλα ζωντανά τα ακούς απλά να βγάζουν μικρούς ήχους απόλαυσης της φύσης.

Η παλιά πόλη είναι και το καλύτερο μέρος να γευματίσεις. Πρωί, μεσημέρι και κυρίως βράδυ, τα μικρά μαγαζιά κάθε λογής εθνικότητας (από κλασικές βέλγικες μπυραρίες με κότσια-και άλλους πολύπλοκους μεζέδες- και μεγάλη ποικιλία μπύρας, μέχρι μεξικάνικα, κινέζικα, αραβικά και ινδικά) ανοίγουν και περιμένουν τους περίεργους τουρίστες και τους ντόπιους να κοπιάσουν, να κατσικωθούν και να γεμίζουν τις κοιλιές τους με ένα τόνο λιχουδιές δίπλα από το ποτάμι με τις κουρούνες συνοδεία… Έχει μια γραφικότητα και έναν παραμυθένιο ρομαντισμό το μέρος.

Πέρα από την πρωτεύουσα του κρατιδίου κατάφερα να κάνω δύο ημι-μονοήμερες με το απίστευτα τυπικό και στην ώρα του τρένο του Λουξεμβούργου…και απίστευτα ακριβό όπως και η κάθε μετακίνηση εκεί (δυστυχώς). Βλέπετε οι Λουξεμβουργιανοί εκτός από εργασιομανείς (δουλεύουν από 8-9 το πρωί με διάλειμμα για κολατσιό στις 12 ακριβώς και τέλος εργασίας στις 4-6) είναι και μεγαλοτσέπηδες, κοινώς τους τρέχουν τα λεφτά από τις τσέπες και τα μπατζάκια. Το φτηνό μεσημεριανό σαντουϊτσάκι κόστιζε 4 ευρώ παρακαλώ…φανταστείτε λοιπόν πόσο κόστιζε μία κάρτα με 10 εισιτήρια (10 points) για τις μετακινήσεις μέσα σε όλο το κρατίδιο. Να σας πω εγώ. Αν θυμάμαι καλά ήταν γύρω στα 15 ευρώ. Ναι! Και μαντέψτε! Τα έχουν ΟΛΟΙ…

Το προσπερνάμε. Η μία εκδρομούλα ήταν την πρώτη μέρα στο περίφημο Vianden, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά στο Λουξεμβούργο, στην περιοχή των Αρδεννών. Σε όποιους αρέσουν τα μεσαιωνικά κάστρα και ο τρόπος λειτουργίας τους, όποιος λατρεύει την ιστορία και τις παλιές πέτρες, θα εντυπωσιαστεί από τον χώρο. Είχα την ατυχία να βρεθώ εκεί σε περίοδο αναπαλαιώσεων και συντηρήσεων αλλά και πάλι μου άρεσε. Οι ευρωπαίοι είναι απίστευτα τυπικοί και οργανωτικοί στον τρόπο που προωθούν την ιστορία του πολιτισμού τους (κάτι που εμείς παραβλέπουμε συνειδητά αν και έχουμε πιο πολλά να δείξουμε-δεν άντεξα), και ένα εξόφθαλμο παράδειγμα είναι και το καλοδιατηρημένο αυτό κάστρο. Αν και το να το προσεγγίσεις είναι αρκετά δύσκολο, όταν βρεθείς μέσα εντυπωσιάζεσαι από την περιγραφή της κάθε αίθουσας και του κάθε αντικειμένου. Παλιότερα είχαν ανοιχτή και την αίθουσα των βασανιστηρίων, εγώ δυστυχώς δεν την βρήκα ανοιχτή…

Αυτή η εκδρομή έπρεπε και πάλι να τελειώσει με έναν καφέ, των 2 ευρώ (καπουτσίνο παρακαλώ) πάνω από το ποτάμι. Ναι ξέρω πάλι, τα γεύματα τους μπορεί να είναι ακριβά αλλά οι καφέδες φτηνοί σε σχέση με την άψογη ποιότητά τους. Είναι να απορείς…

Δεύτερη εκδρομή στα νοτιοανατολικά σύνορα του Λουξεμβούργου και τα σύνορα με την Γερμανία, το περίφημο Remich. Τις δύο χώρες τις χωρίζει στην κυριολεξία ένας ποταμός, ο Moselle. Η πόλη αυτή είναι γνωστή για τις πεδιάδες με τα αμπέλια παραγωγής άψογου κρασιού (ναι…χικ), τα πανέμορφα τοπία, και τον τεράστιο πεζόδρομο και ποδηλατόδρομο κατά μήκος του ποταμού. Έμαθα πως το κρασί ίδιας γεύσης και ίδιας ποιότητας στην Γερμανία (ένα ποτάμι απέναντι δηλαδή) είναι κατά πάρα πολύ φθηνότερο από ότι στην περιοχή του Remich. Συμβαίνει και στα καλύτερα κρατίδια…τι να κάνουμε?

Τι άλλο να σας πω? Άμα σκοπεύετε να επισκεφτείτε το Λουξεμβούργο να είσαστε προετοιμασμένοι για πολύ περπάτημα, γιατί αφού βρεθείτε σε μια πόλη του, πολύ γρήγορα θα συνειδητοποιήσετε πως τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν θα μπορέσουν να σας τα δείξουν όλα και θα υπάρχουν πολλά που θα αγνοήσετε αν στηριχτείτε μόνο σε αυτά. Φυσικά, είναι όλα στην ώρα τους με κλάσματα του δευτερολέπτου καθυστέρηση (μονάχα!) και μπορείτε να τα εμπιστευτείτε 200% μην σας πω…και πάλι όμως τα γύρω τοπία θέλουν τον χρόνο τους για να αποκαλυφθούν και η κάθε λεπτομέρειά τους είναι πολύτιμη. Ένα καλό ζευγάρι παπούτσια λοιπόν, μια καλή παρέα, ένα «γεμάτο» πορτοφόλι (με σύνεση) , έναν τοπικό οδηγό και είστε έτοιμοι!

Α! Προσοχή στους γλοιώδεις Ισπανούς τουρίστες εσείς οι κοπέλες. Είναι απίστευτα κολλιτσίδες και πέφτουλες κάποιες φορές :)


Read more...

Copyright © 2009 - Τρελαμένη Πυξίδα - is proudly powered by Blogger
Smashing Magazine - Design Disease - Blog and Web - Dilectio Blogger Template