Προκειμένου το blog αυτό να συνεχίσει να είναι ενεργό, απαιτείται αρκετή θετική ενέργεια, που στις μέρες μας, δυστυχώς, σπανίζει. Η ερώτηση είναι απλή: Πόσο πολύ επιθυμείτε να ανέβουν κι άλλες ταξιδιωτικές εμπειρίες σε αυτό το ιστολόγιο;

Μπουγάτσα Θεσσαλονικιά

Χμμ, μάλλον πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, προσπαθώντας να γράψω την ιστοριούλα του Λονδίνου, ωστόσο να ΄μαι και πάλι, στο ίδιο σημείο, όπου το μόνο που φτάνει στα αυτιά μου είναι ο μονότονος και πλαστικός ήχος των πλήκτρων του qwerty, ενόσω το μυαλό μου ψάχνει μια χαραμάδα για να ξεφύγει στις αναμνήσεις. Αυτές τις αναμνήσεις που προσπαθώ τώρα να μετατρέψω σε κείμενο, και που στο τέλος θα συνθέσουν την εικόνα με τις χίλιες λέξεις που μου άφησε το ταξίδι αυτό : Θεσσαλονίκη!




Η αλήθεια είναι ότι δε μου πήρε και πολύ για να ψηθώ να πάω. Μια ο Άρης που όλο έλεγε να πάμε και να πάμε, μία ο Πάνος που μου πιπίλιζε το μυαλό επί 6 μήνες για το πόσο ωραία θα ήταν εκεί, είχαν διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μια νέα απόδραση από το Athens. Η παρέα τελικά στελεχώθηκε με τον Αντρέα και τον Φίλιππο, επιπλέον των υπολοίπων, και ρυθμίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες με μερικές msn-ικές συνδιαλέξεις . 5 μέρες θα ήταν υπεραρκετές για αυτό το ταξίδι, και δεδομένου ότι η εθνική οδός ήταν off, λόγω σοβαρών κατολισθήσεων στο ύψος των Τεμπών (κλασσικά), βρεθήκαμε σταθμό Λαρίσης να παραλαμβάνουμε τα εισιτήρια του ΟΣΕ φρεσκοτυπωμένα και αχνιστά από το εκτυπωτικό μηχάνημα, μερικά απογεύματα πριν την αναχώρησή μας. Ομολογώ ότι σε πρώτη φάση μου φάνηκε αρκετά βάρβαρο το πεδίο του εισιτηρίου που όριζε ως ώρα αναχώρησης τις 7μισι το πρωί, μιας και είχα συνηθίσει, όσο πλησίαζαν οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές να κάνω όλο και μεγαλύτερες καταχρήσεις «υπνικού» χαρακτήρα. Μετά λοιπόν από αρκετούς μαραθώνιους κουραμπιεδοφαγίας και μελομακαρονισμούς, που φυσικά επιβάλλονται παραμονές Χριστουγέννων, ανήμερα το βράδυ της γιορτής με βρίσκει να κλείνω και τα τελευταία φερμουάρ της βαλίτσας μου. Ήταν όλα έτοιμα, για αυτό το νέο ταξίδι.



Συνήθως το πρωινό ξυπνητήρι, για πολλούς θεωρείται εργαλείο του διαβόλου, μιας και δίχως έλεος σου ξεριζώνει ότι όνειρο βλέπεις εκείνη τη στιγμή και σε γυρίζει στην ωμή πραγματικότητα, με το πρώτο «ντριιιν». Βέβαια κάποιες άλλες φορές, αν τύχει και δεν χτυπήσει, ή αν τύχει και είναι αρκετά βραχνιασμένο ώστε να μην το ακούσεις, ξυπνάς μεν με την ησυχία σου αλλά συνειδητοποιείς ότι το δωμάτιο έχει ασυνήθιστα πολύ φως, οπότε πετάγεσαι πάνω πανικόβλητος και τρέχεις να φορέσεις ότι βρεις, μιας και οι δείκτες του ρολογιού είναι αρκετά πιο μπροστά από εκεί που θα ήθελες εσύ. Αν μου έλεγαν να διαλέξω ανάμεσα στα 2 αυτά «αναγκαία κακά», σίγουρα θα σκεφτόμουν αμήχανος την ερώτηση για αρκετή ώρα. Όπως και να έχει, τελικά συνέβη το δεύτερο! Και ήταν όντως πολύ βάρβαρο, να τρέχω σαν τρελός με τη βαλίτσα στο κατόπι μου και το μυαλό να έχει καταφύγει στα Θεία, μπας και προλάβω να είμαι on time στον Λαρίσσης. Φτάνοντας εκεί, βρήκα και τα άλλα παιδιά και σιγά-σιγά, μετά από μια ζεστή τυρόπιτα στο πόδι,
αράξαμε σαν πασάδες στα αναπαυτικά καθίσματα του ΟΣΕ, με το πρώτο φως να έχει ήδη αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό επάνω στα μισόκλειστα βλέφαρά μου, που οπωσδήποτε ένιωθαν βαριά μετά από το Χριστουγεννιάτικο ξενύχτι. Δε μπορώ να πω ότι είχε πολύ κόσμο το βαγόνι, κι έτσι οι πρώτες 2 ώρες κύλησαν ομαλά. Καμία σχέση με τις περιπέτειες που είχαμε με τον Άρη στη Σκωτία, σε εκείνο το αξέχαστο μαραθώνιο ταξίδι Λονδίνο-Εδιμβούργο. Βέβαια, κάτι τέτοια μικρο-επεισόδια της καθημερινής ζωής είναι αυτά που μετά από χρόνια θα νοσταλγείς με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου, αλλά εντάξει, και η όμορφη φύση που τυλίγει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη είναι αρκετά ανακουφιστική όταν προσπαθείς να ξεχάσεις τις 5 συνολικά ώρες του ταξιδιού. Μετά από 2 στάσεις στο Λιανοκλάδι και τη Λάρισα, σειρά είχε η διάβαση των Τεμπών, που όμως τελικά δεν ήταν τόσο συναρπαστική όσο παλιά, αφού οι γραμμές λοξοδρομούν και προτιμούν τελικά να χωθούν μέσα στο βουνό, σε ένα αρκετά μεγάλο τούνελ, παρακάμπτοντας έτσι τις επικίνδυνες ακροβασίες ανάμεσα στα βράχια και τον Πηνειό. Τελικά στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε λίγο πιο νωρίς από την αναμενόμενη ώρα (πρωτόγνωρο για τα ελληνικά ΜΜΜ) όπου και ήρθαμε αντιμέτωποι με το κρύο και την υγρασία που επικρατούσε, ήδη με το που κατεβήκαμε από το βαγόνι και παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη 12μισι το μεσημέρι. Οι πρώτες εικόνες που αντικρίσαμε μόλις βγήκαμε από το σταθμό, ήταν αρκετά παρόμοιες με αυτές που είχαμε αφήσει 504 χιλιόμετρα πίσω μας, μιας και δεν υπήρχε κάτι τρανταχτό που διαφοροποιούσε την Αθήνα από αυτό το μέρος. Όλα γύρω θυμάμαι ήταν βρεγμένα, λες και είχε βρέξει επί ώρες, ενώ εγώ ο έξυπνος δεν είχα πάρει άλλο ζευγάρι παπούτσια μαζί πέραν αυτών που φορούσα, επειδή δεν χώραγαν στη βαλίτσα, και ήταν αναπόφευκτο (βλ νόμο του Μερφι) το να μην κάνω «μπλουμ» μέσα σε μια καταγεμάτη με νερό λακκούβα. Έτσι κι έγινε! Το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει ευτυχώς δεν ήταν μακριά, ούτε από το σταθμό αλλά ούτε και από το κέντρο της πόλης. Έτσι, περπατώντας ως εκεί είχα την ευκαιρία να αρχίσω να προσέχω τις πρώτες διαφορές με την Αθήνα, μία τα ταξί που ήταν μπλε και δύο η πυκνή ομίχλη που βρισκόταν παντού, και σε εμπόδιζε από το να δεις λίγο πιο μακριά, κατά μήκος της απέραντης ευθείας της Εγνατίας. Μετά από ένα γρήγορο check-in στα δωμάτια, του ξενοδοχείου, φύγαμε για την πρώτη βόλτα.



Η πλατεία Αριστοτέλους δεν ήταν μακριά από το ξενοδοχείο, γύρω στο 10λεπτο με τα πόδια. Έτσι, περπατώντας την Εγνατία, και αφού παρακάμψαμε τα πολλά εργοτάξια του μετρό που κατασκευάζεται στην πόλη αυτή την περίοδο, φτάσαμε στη μεγάλη αυτή πλατεία, που κατηφορική καθώς είναι σε αναγκάζει να την περπατήσεις και να φτάσεις μέχρι την προβλήτα. Επί της πλατείας το σκηνικό είναι αρκετά γνώριμο, πολύχρωμα μπαλόνια και παιχνίδια για μικρούς, γλειφιτζούρια, μαλλί της γριάς και τα σχετικά, γύρω από μια καλοσκηνοθετημένη φάτνη και απέναντι ένα μεγάλο στολισμένο καράβι, προδίδουν έντονα το πανηγυρικό κλίμα των ημερών. Ο κόσμος να πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί ανέμελος, άλλοι να κάθονται στις πλαϊνές καφετέριες κι άλλοι απλά να έχουν πιάσει ένα παγκάκι και να λιάζονται χωρίς να περιμένουν κάτι συγκεκριμένο. Φτάνουμε λοιπόν στην προβλήτα που χωρίζει τη στεριά με τη θάλασσα, ίσως τον πιο ωραίο περίπατο στην πόλη. Γύρω-γύρω δε φαίνεται τίποτα, καθώς τα πάντα έχουν πνιγεί από την ομίχλη, κι εκεί που κανείς περίμενε να δει τον Λευκό τον Πύργο συνειδητοποιεί ότι πρέπει να κάνει λίγο ακόμα υπομονή και να περπατήσει πιο κοντά. Σε αυτό τον περίπατο-ημιπεζόδρομο, ξεχωριστή θέση –προς έκπληξή μου- έχουν τα ποδήλατα. Δεν το ήξερα ότι στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν τόσοι πολλοί ποδηλάτες, και η αλήθεια είναι πως ένιωσα αμήχανα όταν άκουσα ένα κουδουνάκι να χτυπάει με ανυπομονησία από πίσω μου, και μια αγανακτισμένη φωνή να λέει «ρε φίλε, φύγε από τον ποδηλατόδρομο!».Και όντως, όλη η πόλη είναι γεμάτη ποδηλατόδρομους, οι οποίοι συνιστούν ένα τέλειο δίκτυο μεταφοράς για τους κατοίκους. Φυσικά δεν έλειπαν και οι άμαξες που πηγαινοέρχονταν κάθε τόσο σε αυτή τη διαδρομή κουβαλώντας ερωτευμένα ζευγαράκια ή κυρίες που αποζητούσαν μια πιο μαγική διάσταση κατά την απογευματινή τους βόλτα. Ώσπου να ΄σου και ο λεβέντης ο πύργος, που εδώ και τόσα χρόνια στέκει εκεί, φαντάρος-στρατηλάτης, να αγναντεύει το Θερμαϊκό μέρα και νύχτα. Τύφλα να ‘χει ο πύργος της Πίζας, σκέφτομαι, και πλησιάζω ακόμα περισσότερο για μερικές φωτογραφίες. Όπως είναι φυσικό, όσοι στέκονται στο γύρω χώρο, έχουν βαλθεί να φωτογραφίζουν κι αυτοί τον πύργο ξανά και ξανά, μην τυχόν και τους φύγει, ενώ εκείνος με τη σειρά του, ποζάρει για όλους με το διαχρονικό του χαμόγελο. Ο περίπατος συνεχίζεται, για μερικά ακόμα χιλιόμετρα, όπου και φτάνουμε σε ένα περίεργο γλυπτό με ομπρέλες, αρκετά φουτουριστικό και όμοιο με εκείνο που έχουν βάλει στο Σύνταγμα, στο μετρό, για να κοσμήσουν την τρύπα που άνοιξε ο μετροπόντικας. Τέλος, παραδιδόμενοι πια στους αναστεναγμούς των παπουτσιών μας, αποφασίζουμε να πάρουμε ένα λεωφορείο, και να γυρίσουμε προς τα πίσω.



Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσω ότι το σύστημα συγκοινωνιών είναι πολύ μπροστά από το δικό μας στην Αθήνα. Σε κάθε λεωφορείο υπάρχει σύστημα που ειδοποιεί ποια είναι η επόμενη στάση, τόσο οπτικά όσο και ηχητικά, ενώ και σε όλες τις στάσεις υπάρχει ηλεκτρονικός πίνακας με συνεχή ενημέρωση, που γράφει σε πόση ώρα θα καταφτάσει το κάθε λεωφορείο. Και πέρα από αυτό, η συχνότητα των δρομολογίων είναι τόσο μεγάλη που η κλασσική δικαιολογία των αργοπορημένων «άργησε το λεωφορείο» δεν παίζει. Τα εισιτήρια επίσης, είναι μισή τιμή κάτω από της Αθήνας, πράγμα που σίγουρα μετράει στα συν. Είμαι πραγματικά περίεργος ωστόσο, να δω πόσο πολύ καλύτερη μπορεί να γίνει η συγκοινωνία και με την προσεχή εγκαινίαση του μετρό. Anyway…

Μπορεί να μην είναι το καλύτερο στέκι για φαγητό, αποτελεί όμως σταθερή αξία για απτόητους περιπατητές όπως εμείς, αφού μπορεί να σβήσει την κούραση με μιας. Φυσικά πρόκειται για το unlimited μενου στην Pizza Hut, με θέα το Λευκό Πύργο. Ένα γεύμα που πραγματικά το τιμήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί. Εναλλακτικά μπορεί κανείς να βρει την Εδέμ των γευστικών απολαύσεων στο μεζεδοπωλείο «τηγανιές και σχάρες», που βρίσκεται χωμένο μες τα λαδάδικα, πάνω σε μια πλατειούλα.
Τέλος, όποιος ψάχνει κάτι πιο εναλλακτικό, απέναντι ακριβώς από τις τηγανιές λειτουργεί κι ένα ταβερνάκι που σερβίρει λαχταριστά fish ‘n chips. Εχμ, κι όταν λέω σερβίρει εννοώ ότι τα βάζει όλα πάνω σε μια λαδόκολλα και στα φέρνει στο τραπέζι, έτσι χύμα! Φυσικά τότε είναι που αρχίζει μια μάχη μεταξύ των συνεστιαζομένων, για το ποιος θα πρωτοπάρει το καλύτερο κομμάτι. Το μαγαζί πάντα είναι φίσκα από μερακλήδες του «έμπειρου» φαγητού, και η ατμόσφαιρα είναι πολύ ζεστή. Ακόμα κι εγώ που ακούω ψάρι και τρέχω, και που δεν έφαγα original fish ‘n chips σε ολόκληρη την Αγγλία το καλοκαίρι, έφτασα στο σημείο να τα φάω στη Θεσσαλονίκη. Λίγο κουφό θα μου πείτε, αλλά αν βρεθείτε κατά ‘κει, give it a try. Μιας λοιπόν που πιάσαμε τα περί γεύσεως, δε μπορώ να μην αποδώσω και ένα φόρο τιμής στη ναυαρχίδα των Θεσσαλονικιώτικων ζαχαροπλαστείων, τον Τερκενλή. Εντάξει, είχα ακούσει πολλά για τα εξωτικά τσουρέκια με γέμιση κάστανο και επικάλυψη με λευκή σοκολάτα, ωστόσο άλλο να τα βλέπεις και να τα ακούς, κι άλλο να τα τρως. Πραγματικά, ένα πολύ ποιοτικό ζαχαροπλαστείο, κάτι σαν τον δικό μας Κωνσταντινίδη, που το όνομά του είναι σημείο αναφοράς της καθημερινότητας των εκεί κατοικούντων.



Πρώτο βράδυ στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, και εδώ πραγματικά χρειάζεται κάτι «έμπειρο» για να περάσουμε καλά. Η αλήθεια είναι πως η Σαλόνικα είναι μια έμπειρη πόλη από μόνη της, σχεδιασμένη εκ φύσεως για φοιτητοζωή, πραγματικά the place to be. Για μας δε, που τα Λαδάδικα έπεφταν μόλις 2 τετράγωνα πιο κάτω από το ξενοδοχείο, τι πιο εύκολο από το να πεταχτούμε μέχρι εκεί. Τελικά, εκείνο το βράδυ πήγαμε σπίτι μου, χμμ, βασικά μην ψαρώνετε. «*sp!timou» είναι το όνομα του μαγαζιού, και είναι αυτό που λέει από μόνο του το όνομα. Ένας χώρος που θα μπορούσε να είναι σπίτι μου, σπίτι σου, σπίτι του. Για την ακρίβεια, “Spititwo” λέγεται ο νέος χώρος που άνοιξε πάνω από τον original, δίνοντας συνέχεια στη μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει το μπαράκι. Όπως λέει και το σχετικό άρθρο στην αντίστοιχη LIFO της Θεσσαλονίκης, «στο *sp!timou θα βρείτε ψαγμένες μουσικές, ατμοσφαιρικό χώρο, live βραδιές, πρωτότυπες εκθέσεις και μια σειρά από events που θα σας κρατήσουν μέσα!». Εμείς τελικά, εκτός από όλα αυτά βρήκαμε και καλή παρέα, ενώ απολαμβάνοντας μερικές Paulaner επιτέλους μπήκαμε στο ρυθμό της πόλης. Την επόμενη ημέρα, συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας στους δρόμους και στις πλατείες και έπειτα από έναν ανεφοδιασμό στον Τερκενλή(που αφορούσε κυρίως τρίγωνα πανοράματος) καταλήξαμε να βρισκόμαστε έξω από ένα μεγάλο χώρο, που απ ότι φαινόταν ήταν ο χώρος που γίνεται το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από πάνω μας ορθωνόταν ένας περίεργος πύργος, που έμοιαζε λες και τον είχαν τοποθετήσει εκεί τίποτα εξωγήινοι, για να τον έχουν για κεραία, ή και κάποιοι techno-freaks που θα προσπαθούσαν να πιάσουν επαφή με το υπερπέραν. Τελικά τίποτα από αυτά δεν εξυπηρετούσε αυτός ο καταστροφικά αλλόκοτος πύργος, πέρα από το να είναι μια ωραία καφετέρια αλλά και κεραία αναμετάδοσης της ΕΤ-3. Για να ανέβεις εκεί πάνω, υπάρχει ένα ασανσέρ, το οποίο σε βγάζει κατ’ ευθείαν μέσα στην καφετέρια. Τότε, αφού ψάξαμε γύρω-γύρω για ένα τραπέζι με θέα το Λευκό Πύργο, για καλή μας τύχη άδειασε ένα ακριβώς εκεί που θέλαμε. Κι ενώ όλα έμοιαζαν ωραία και καλά, μέχρι να παραγγείλουμε, δεν κατάλαβα πως ακριβώς αλλά η θέα που είχαμε είχε ελαφρώς αλλάξει. Εντάξει, όταν δεν το ξέρεις ότι αυτή η καφετέρια έχει δάπεδο που περιστρέφεται για να παρέχει πανοραμική θέα σε όλους, τρως μια έκπληξη μόλις το δεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τιμές ήταν ελαφρώς παπορίσιες, κι ο καφές ήταν αρκετά μέτριος. Ωστόσο, η θέα που έχεις από εκεί πάνω είναι όλα τα λεφτά, και σε αποζημιώνει πλήρως. Ένα άλλο μέρος το οποίο έχει ακόμα καλύτερη θέα, είναι η άνω πόλη. Φυσικά πήγαμε και εκεί, όπως και σε ένα κακόφημο δασάκι λίγο πιο ψηλά, ονόματι “Σεϊχ-Σου”. Το δε δασάκι, ομολογώ ότι ήταν αρκετά spooky την ημέρα, αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί, παρά μόνο ψηλά δέντρα και μια ερειπωμένη παιδική χαρά. Κάπως έτσι λοιπόν, ή μάλλον και με μια ακόμη επίσκεψη στο Λευκό Πύργο, όπου η είσοδος είναι δωρεάν για φοιτητές, και όσο να ‘ναι αξίζει τον κόπο, ολοκληρώσαμε το walkabout μας στην πόλη. Τι καλύτερο λοιπόν από το να συνεχίσουμε τη διασκέδασή μας τις βραδινές ώρες.



Μετά την πρώτη βραδιά, που όπως έγραψα αράξαμε σπίτιμου, σειρά είχε το Fuzz, ένα μικρό μπαράκι με πολύ καλό κόσμο και ωραία μπυρόνια. Η ατμόσφαιρα του μαγαζιού ήταν εντελώς rock ‘n roll, με μπόλικο Elvis ζωγραφισμένο στους τοίχους του. Πραγματικά, το μαγαζί είχε τόσο πολύ Elvis μέσα του που νόμιζες ότι ήταν ναός αφιερωμένος στον βασιλιά της rock ’n roll. Στα συν του μαγαζιού μπαίνει και η barwoman, που δε σταμάτησε στιγμή να μας ξαναγεμίζει το μπολάκι με τα chips κάθε τόσο που τα κατεβάζαμε. Στη συνέχεια, και με στόχο να επιστρέψουμε και λίγο στα «δικά μας», κατεβήκαμε παραλία σε ένα κλασσικό mainstream μπαρ-κλαμπ, το οποίο έπαιζε ελληνική ποπ και ελαφρολαϊκά, ενώ βασικά δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Πάντως γενικά έχει πολλά τέτοια μαγαζιά στην παραλία(εννοώ δίπλα στην προβλήτα στη θάλασσα), τα οποία είναι συνεχώς ασφυκτικά γεμάτα, είτε απόγευμα για καφέ, είτε βράδυ για ποτό και λίγο χορό. Είναι τα λεγόμενα «πολυμορφικά», που περνάς το πρωί και είναι καφετέρια, και ξαναπερνάς το βράδυ και λες, ώπα, τι έγινε εδώ, από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτό; Γενικά στη Θεσσαλονίκη, η διασκέδαση όσο περνάει ο καιρός αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από δρόμους όπως Βαλαωρίτου, Συγγρού, Φράγκων και Λέοντος Σοφού. Ουσιαστικά πρόκειται για την παλιά βιοτεχνική πιάτσα της πόλης, η οποία έχει αποκτήσει ξανά ζωή και μας θυμίζει πολύ το δικό μας Γκάζι. Αναρίθμητα μπαρ και καφετέριες, που σίγουρα παραπέμπουν σε Εγγλέζικες pub ή λίγο Βερολίνο, συνθέτουν το σκηνικό της βραδινής διασκέδασης των νέων, από εναλλακτικούς μέχρι και trendy. Ασφυκτικά γεμάτο είναι το «Υποβρύχιο», το οποίο ακολουθεί μια British Pop φιλοσοφία με ιδιαίτερο design και πρωτότυπη διακόσμηση. Λάτρεις της μπύρας, φανατικοί της Ροκ, funk, jazz μουσικής δίνουν το παρόν κάθε βράδυ σε ένα από τα πιο εναλλακτικά στέκια της πόλης γεμάτοι alternative διάθεση και casual στιλ. Μη μπορώντας να βρούμε τραπέζι, κάτσαμε σε ένα διπλανό μαγαζί το οποίο ήταν κάπως πιο άνετο και έπαιζε εξίσου καλή μουσική. Στο υπόγειο λειτουργούσε εκθεσιακός χώρος στον οποίο υπήρχαν αρκετοί φουτουριστικοί πίνακες, ενώ γενικότερα το μαγαζί ήταν αρκετά κουλτούρα. Και έτσι φτάνουμε στο next big thing της νυχτερινής διασκέδασης της πόλης, το Charro Negro. Για να μπεις, θα χρειαστεί να σπρώξεις τη βαριά μεταλλική πόρτα του νεοκλασσικού στη γωνία Συγγρού και Εγνατίας και μόλις ανέβεις επάνω, θα δεις ένα μεγάλο χώρο με ωραία θέα στην Εγνατίας και δύο μεγάλα μπαρ. Η κάβα του είναι αρκετά προικισμένη, περιλαμβάνοντας μπύρες απ’ όλο τον κόσμο, ενώ κι εδώ έχουμε ένα χώρο που φιλοξενεί έργα διαφόρων καλλιτεχνών. Το καλύτερο φυσικά το άφησα για το τέλος, και δεν είναι άλλο από το Silver Dollar. Πρόκειται για ένα μεγάλο μπαρ το οποίο παίζει συνεχώς metal και hardcore μουσική, σε ένα χώρο δύο επιπέδων με μεγάλους καναπέδες, εντυπωσιακή μπάρα και καταπληκτικά κολλάζ στους τοίχους του, από αμέτρητα μουσικά θέματα. Πολλές φορές φιλοξενεί και live συγκροτημάτων ενώ επίσης οργανώνει και αφιερώματα σε διάφορα είδη μουσικής. Το πιο πρωτότυπο απ’ όλα ωστόσο, που πραγματικά το κάνει να ξεχωρίζει, είναι οι πάσης φύσεως διαγωνισμοί που διοργανώνονται συχνά-πυκνά. Θυμάμαι όταν πήγαμε είχε διαγωνισμό μπύρας, και είχαν στηθεί 10 παίκτες στην μπάρα ο ένας δίπλα στον άλλο με ένα pint ο καθένας μπροστά του, και με το έναυσμα του διαιτητή-μπαρμαν όλοι τους άρχιζαν να πίνουν σαν υστερικοί! Ο νικητής φυσικά κερδίζει όση μπύρα θέλει (αν θυμάμαι καλά) και κάτι λαχταριστά λουκανικάκια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά είχε και διαγωνισμό φαγητού, όπου οι παίκτες μοιράζονταν από ένα hot-dog και διαγωνίζονταν στο ποιος θα το φάει πρώτος. Ακόμα κι αν η μεταλ δεν είναι το φόρτε σας, πιστεύω ότι εκεί ένα βράδυ πρέπει να το αφιερώσετε.



Τέλος, με αυτά και με αυτά πέρασαν οι μέρες και η ώρα του γυρισμού είχε φτάσει. Μετά από ένα σύντομο τελευταίο περίπατο, αλλά και τον αναγκαίο μεγάλο ανεφοδιασμό μας στον Τερκενλή(!), αράξαμε σε ένα καφέ στην Ικτίνου, το Iktinou au Trottoir. Γενικά στην Ικτίνου που δεν είναι παρά ένας πεζόδρομος, έχει αρκετά καλά καφέ, με προσεγμένους χώρους και minimal διακόσμηση. Το au trottoir παίζει chill out μουσικές που εύκολα συνδυάζονται με κάποιο κοκτέιλ ή ρόφημα. Δίπλα, υπάρχει και το πάντα γεμάτο «μικρό», ξακουστό επίσης για τα cocktail του, με πιο γνωστό το Icons Champagne.



Συνολικά, πιστεύω ότι κάποιος που θα ήθελε να πάει στη Θεσσαλονίκη καλό θα είναι να κλείσει ξενοδοχείο αρκετά κεντρικά, ώστε να μπορεί να μετακινείται εύκολα ακόμα και με τα πόδια. Επίσης, αν πρόκειται να φτάσετε εκεί με το τρένο από Αθήνα, προτιμήστε το intercity. Φεύγοντας, εμείς επιλέξαμε το απλό τρένο και δεινοπαθήσαμε μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα, αφού όσο να ‘ναι δε μαζεύεται και ο καλύτερος κόσμος, ειδικά το βράδυ. Μπορεί επίσης να σας φανεί χρήσιμο το άρθρο αυτό που συγκεντρωτικά παρουσιάζει όλα τα hot spots της πόλης(πατήστε ΕΔΩ), ενώ τέλος, μην παραλείψετε να φάτε μπουγάτσα κάθε είδους!


Credits για πολλές απο τις όμoρφες φωτογραφίες σε Άρη και Αντρέα.
Thx guys!

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Arketa kalogrameno, den varethika oute gia 1 lepto na to diavazw, omologw pws ekana arketa dialimata diavazodas to, giati ta epaizan ta matia mou, alla borw na pw pws me uperkalipse stis koines ebiries!!

Ανώνυμος είπε...

Αχου,
Μιχαλη μου ειναι πολυ ομορφο, λογοτεχνικο θα ελεγα!!!
Ορεξη σου ευχομαι και για τα απομενα ταξιδακια σου!

Andre είπε...

πραγματι,πολυ λογοτεχνικο μπορω να πω..το΄χεις mike!

"Ο κοσμος ειναι ενα βιβλιο. Οσοι δεν ταξιδευουν, διαβαζουν μονο μια σελιδα του"
Αγιος Αυγουστινος

ευτυχως που υπάρχουν και τα ταξίδια στο μενού μας γτ
ταξίδια=εμπειρίες και δίεξοδος απο την ρουτίνα της καθημερινότητας..
Όσο για τς φώτο, δεν κανει τπτ :P
cheers!

MOLEMOU είπε...

αμα σε φερει ο δρομοσ προς τα εδω .δωσε @

ecatodarcus είπε...

συνάδελφε 1,5 χρόνο πέρασα σε αυτήν την πόλη και πρέπει να σου πώ οτι την περιέγραψες πολύ καλά!! Αν ανέβεις ξανα Θεσσαλονίκη πέρνα και μια βόλτα από τα κάστρα! Έχει ωραία μαγαζάκια και είναι όμορφη τοποθεσία. Πάει λεωφορείο από όσο θυμάμαι
Αξίζει όπως είπες περπάτημα στην Άνω Πόλη, θυμίζει την αθηναική Πλάκα. Γενικά στην Θεσσαλονίκη σε όποιο στενό και αν στρίψεις θα βρείς ένα ωραίο μαγαζί είτε για φαί είτε για ποτό...Θα έλεγα οτι είναι πόλη με πολλές εκπλήξεις!!
Πραγματικά με συγκίνησες με το κείμενό σου.

Copyright © 2009 - Τρελαμένη Πυξίδα - is proudly powered by Blogger
Smashing Magazine - Design Disease - Blog and Web - Dilectio Blogger Template