Read more...
Προκειμένου το blog αυτό να συνεχίσει να είναι ενεργό, απαιτείται αρκετή θετική ενέργεια, που στις μέρες μας, δυστυχώς, σπανίζει. Η ερώτηση είναι απλή: Πόσο πολύ επιθυμείτε να ανέβουν κι άλλες ταξιδιωτικές εμπειρίες σε αυτό το ιστολόγιο;
Στο φράγμα του Άμστελ
Αγνοούμενος: Icarus Ετικέτες Αμστελλόδαμον, κανάλια, Ολλανδία, Amsterdam, canals, dam, Holland, NetherlandsRead more...
Στον πυρετό των Άλπεων
Αγνοούμενος: Aris McKenzie Ετικέτες Bad Ischl, Hallstatt, Inssbruck, Salzburg, VeronaRead more...
Μπουγάτσα Θεσσαλονικιά
Αγνοούμενος: Icarus Ετικέτες Θεσσαλονίκη, μπουγάτσα, Σαλόνικα, Σαλονίκη, ThessalonikiΗ αλήθεια είναι ότι δε μου πήρε και πολύ για να ψηθώ να πάω. Μια ο Άρης που όλο έλεγε να πάμε και να πάμε, μία ο Πάνος που μου πιπίλιζε το μυαλό επί 6 μήνες για το πόσο ωραία θα ήταν εκεί, είχαν διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μια νέα απόδραση από το Athens. Η παρέα τελικά στελεχώθηκε με τον Αντρέα και τον Φίλιππο, επιπλέον των υπολοίπων, και ρυθμίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες με μερικές msn-ικές συνδιαλέξεις . 5 μέρες θα ήταν υπεραρκετές για αυτό το ταξίδι, και δεδομένου ότι η εθνική οδός ήταν off, λόγω σοβαρών κατολισθήσεων στο ύψος των Τεμπών (κλασσικά), βρεθήκαμε σταθμό Λαρίσης να παραλαμβάνουμε τα εισιτήρια του ΟΣΕ φρεσκοτυπωμένα και αχνιστά από το εκτυπωτικό μηχάνημα, μερικά απογεύματα πριν την αναχώρησή μας. Ομολογώ ότι σε πρώτη φάση μου φάνηκε αρκετά βάρβαρο το πεδίο του εισιτηρίου που όριζε ως ώρα αναχώρησης τις 7μισι το πρωί, μιας και είχα συνηθίσει, όσο πλησίαζαν οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές να κάνω όλο και μεγαλύτερες καταχρήσεις «υπνικού» χαρακτήρα. Μετά λοιπόν από αρκετούς μαραθώνιους κουραμπιεδοφαγίας και μελομακαρονισμούς, που φυσικά επιβάλλονται παραμονές Χριστουγέννων, ανήμερα το βράδυ της γιορτής με βρίσκει να κλείνω και τα τελευταία φερμουάρ της βαλίτσας μου. Ήταν όλα έτοιμα, για αυτό το νέο ταξίδι.
Συνήθως το πρωινό ξυπνητήρι, για πολλούς θεωρείται εργαλείο του διαβόλου, μιας και δίχως έλεος σου ξεριζώνει ότι όνειρο βλέπεις εκείνη τη στιγμή και σε γυρίζει στην ωμή πραγματικότητα, με το πρώτο «ντριιιν». Βέβαια κάποιες άλλες φορές, αν τύχει και δεν χτυπήσει, ή αν τύχει και είναι αρκετά βραχνιασμένο ώστε να μην το ακούσεις, ξυπνάς μεν με την ησυχία σου αλλά συνειδητοποιείς ότι το δωμάτιο έχει ασυνήθιστα πολύ φως, οπότε πετάγεσαι πάνω πανικόβλητος και τρέχεις να φορέσεις ότι βρεις, μιας και οι δείκτες του ρολογιού είναι αρκετά πιο μπροστά από εκεί που θα ήθελες εσύ. Αν μου έλεγαν να διαλέξω ανάμεσα στα 2 αυτά «αναγκαία κακά», σίγουρα θα σκεφτόμουν αμήχανος την ερώτηση για αρκετή ώρα. Όπως και να έχει, τελικά συνέβη το δεύτερο! Και ήταν όντως πολύ βάρβαρο, να τρέχω σαν τρελός με τη βαλίτσα στο κατόπι μου και το μυαλό να έχει καταφύγει στα Θεία, μπας και προλάβω να είμαι on time στον Λαρίσσης. Φτάνοντας εκεί, βρήκα και τα άλλα παιδιά και σιγά-σιγά, μετά από μια ζεστή τυρόπιτα στο πόδι,
αράξαμε σαν πασάδες στα αναπαυτικά καθίσματα του ΟΣΕ, με το πρώτο φως να έχει ήδη αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό επάνω στα μισόκλειστα βλέφαρά μου, που οπωσδήποτε ένιωθαν βαριά μετά από το Χριστουγεννιάτικο ξενύχτι. Δε μπορώ να πω ότι είχε πολύ κόσμο το βαγόνι, κι έτσι οι πρώτες 2 ώρες κύλησαν ομαλά. Καμία σχέση με τις περιπέτειες που είχαμε με τον Άρη στη Σκωτία, σε εκείνο το αξέχαστο μαραθώνιο ταξίδι Λονδίνο-Εδιμβούργο. Βέβαια, κάτι τέτοια μικρο-επεισόδια της καθημερινής ζωής είναι αυτά που μετά από χρόνια θα νοσταλγείς με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου, αλλά εντάξει, και η όμορφη φύση που τυλίγει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη είναι αρκετά ανακουφιστική όταν προσπαθείς να ξεχάσεις τις 5 συνολικά ώρες του ταξιδιού.
Η πλατεία Αριστοτέλους δεν ήταν μακριά από το ξενοδοχείο, γύρω στο 10λεπτο με τα πόδια. Έτσι, περπατώντας την Εγνατία, και αφού παρακάμψαμε τα πολλά εργοτάξια του μετρό που κατασκευάζεται στην πόλη αυτή την περίοδο, φτάσαμε στη μεγάλη αυτή πλατεία, που κατηφορική καθώς είναι σε αναγκάζει να την περπατήσεις και να φτάσεις μέχρι την προβλήτα. Επί της πλατείας το σκηνικό είναι αρκετά γνώριμο, πολύχρωμα μπαλόνια και παιχνίδια για μικρούς, γλειφιτζούρια, μαλλί της γριάς και τα σχετικά, γύρω από μια καλοσκηνοθετημένη φάτνη και απέναντι ένα μεγάλο στολισμένο καράβι, προδίδουν έντονα το πανηγυρικό κλίμα των ημερών. Ο κόσμος να πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί ανέμελος, άλλοι να κάθονται στις πλαϊνές καφετέριες κι άλλοι απλά να έχουν πιάσει ένα παγκάκι και να λιάζονται χωρίς να περιμένουν κάτι συγκεκριμένο.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσω ότι το σύστημα συγκοινωνιών είναι πολύ μπροστά από το δικό μας στην Αθήνα. Σε κάθε λεωφορείο υπάρχει σύστημα που ειδοποιεί ποια είναι η επόμενη στάση, τόσο οπτικά όσο και ηχητικά, ενώ και σε όλες τις στάσεις υπάρχει ηλεκτρονικός πίνακας με συνεχή ενημέρωση, που γράφει σε πόση ώρα θα καταφτάσει το κάθε λεωφορείο. Και πέρα από αυτό, η συχνότητα των δρομολογίων είναι τόσο μεγάλη που η κλασσική δικαιολογία των αργοπορημένων «άργησε το λεωφορείο» δεν παίζει. Τα εισιτήρια επίσης, είναι μισή τιμή κάτω από της Αθήνας, πράγμα που σίγουρα μετράει στα συν. Είμαι πραγματικά περίεργος ωστόσο, να δω πόσο πολύ καλύτερη μπορεί να γίνει η συγκοινωνία και με την προσεχή εγκαινίαση του μετρό. Anyway…
Μπορεί να μην είναι το καλύτερο στέκι για φαγητό, αποτελεί όμως σταθερή αξία για απτόητους περιπατητές όπως εμείς, αφού μπορεί να σβήσει την κούραση με μιας. Φυσικά πρόκειται για το unlimited μενου στην Pizza Hut, με θέα το Λευκό Πύργο. Ένα γεύμα που πραγματικά το τιμήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί. Εναλλακτικά μπορεί κανείς να βρει την Εδέμ των γευστικών απολαύσεων στο μεζεδοπωλείο «τηγανιές και σχάρες», που βρίσκεται χωμένο μες τα λαδάδικα, πάνω σε μια πλατειούλα.
Τέλος, όποιος ψάχνει κάτι πιο εναλλακτικό, απέναντι ακριβώς από τις τηγανιές λειτουργεί κι ένα ταβερνάκι που σερβίρει λαχταριστά fish ‘n chips. Εχμ, κι όταν λέω σερβίρει εννοώ ότι τα βάζει όλα πάνω σε μια λαδόκολλα και στα φέρνει στο τραπέζι, έτσι χύμα! Φυσικά τότε είναι που αρχίζει μια μάχη μεταξύ των συνεστιαζομένων, για το ποιος θα πρωτοπάρει το καλύτερο κομμάτι. Το μαγαζί πάντα είναι φίσκα από μερακλήδες του «έμπειρου» φαγητού, και η ατμόσφαιρα είναι πολύ ζεστή. Ακόμα κι εγώ που ακούω ψάρι και τρέχω, και που δεν έφαγα original fish ‘n chips σε ολόκληρη την Αγγλία το καλοκαίρι, έφτασα στο σημείο να τα φάω στη Θεσσαλονίκη. Λίγο κουφό θα μου πείτε, αλλά αν βρεθείτε κατά ‘κει, give it a try. Μιας λοιπόν που πιάσαμε τα περί γεύσεως, δε μπορώ να μην αποδώσω και ένα φόρο τιμής στη ναυαρχίδα των Θεσσαλονικιώτικων ζαχαροπλαστείων, τον Τερκενλή. Εντάξει, είχα ακούσει πολλά για τα εξωτικά τσουρέκια με γέμιση κάστανο και επικάλυψη με λευκή σοκολάτα, ωστόσο άλλο να τα βλέπεις και να τα ακούς, κι άλλο να τα τρως. Πραγματικά, ένα πολύ ποιοτικό ζαχαροπλαστείο, κάτι σαν τον δικό μας Κωνσταντινίδη, που το όνομά του είναι σημείο αναφοράς της καθημερινότητας των εκεί κατοικούντων.
Πρώτο βράδυ στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, και εδώ πραγματικά χρειάζεται κάτι «έμπειρο» για να περάσουμε καλά. Η αλήθεια είναι πως η Σαλόνικα είναι μια έμπειρη πόλη από μόνη της, σχεδιασμένη εκ φύσεως για φοιτητοζωή, πραγματικά the place to be. Για μας δε, που τα Λαδάδικα έπεφταν μόλις 2 τετράγωνα πιο κάτω από το ξενοδοχείο, τι πιο εύκολο από το να πεταχτούμε μέχρι εκεί. Τελικά, εκείνο το βράδυ πήγαμε σπίτι μου, χμμ, βασικά μην ψαρώνετε. «*sp!timou» είναι το όνομα του μαγαζιού, και είναι αυτό που λέει από μόνο του το όνομα. Ένας χώρος που θα μπορούσε να είναι σπίτι μου, σπίτι σου, σπίτι του.
Μετά την πρώτη βραδιά, που όπως έγραψα αράξαμε σπίτιμου, σειρά είχε το Fuzz, ένα μικρό μπαράκι με πολύ καλό κόσμο και ωραία μπυρόνια. Η ατμόσφαιρα του μαγαζιού ήταν εντελώς rock ‘n roll, με μπόλικο Elvis ζωγραφισμένο στους τοίχους του. Πραγματικά, το μαγαζί είχε τόσο πολύ Elvis μέσα του που νόμιζες ότι ήταν ναός αφιερωμένος στον βασιλιά της rock ’n roll. Στα συν του μαγαζιού μπαίνει και η barwoman, που δε σταμάτησε στιγμή να μας ξαναγεμίζει το μπολάκι με τα chips κάθε τόσο που τα κατεβάζαμε. Στη συνέχεια, και με στόχο να επιστρέψουμε και λίγο στα «δικά μας», κατεβήκαμε παραλία σε ένα κλασσικό mainstream μπαρ-κλαμπ, το οποίο έπαιζε ελληνική ποπ και ελαφρολαϊκά, ενώ βασικά δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Πάντως γενικά έχει πολλά τέτοια μαγαζιά στην παραλία(εννοώ δίπλα στην προβλήτα στη θάλασσα), τα οποία είναι συνεχώς ασφυκτικά γεμάτα,
Τέλος, με αυτά και με αυτά πέρασαν οι μέρες και η ώρα του γυρισμού είχε φτάσει. Μετά από ένα σύντομο τελευταίο περίπατο, αλλά και τον αναγκαίο μεγάλο ανεφοδιασμό μας στον Τερκενλή(!), αράξαμε σε ένα καφέ στην Ικτίνου, το Iktinou au Trottoir. Γενικά στην Ικτίνου που δεν είναι παρά ένας πεζόδρομος, έχει αρκετά καλά καφέ, με προσεγμένους χώρους και minimal διακόσμηση. Το au trottoir παίζει chill out μουσικές που εύκολα συνδυάζονται με κάποιο κοκτέιλ ή ρόφημα. Δίπλα, υπάρχει και το πάντα γεμάτο «μικρό», ξακουστό επίσης για τα cocktail του, με πιο γνωστό το Icons Champagne.

Συνολικά, πιστεύω ότι κάποιος που θα ήθελε να πάει στη Θεσσαλονίκη καλό θα είναι να κλείσει ξενοδοχείο αρκετά κεντρικά, ώστε να μπορεί να μετακινείται εύκολα ακόμα και με τα πόδια. Επίσης, αν πρόκειται να φτάσετε εκεί με το τρένο από Αθήνα, προτιμήστε το intercity. Φεύγοντας, εμείς επιλέξαμε το απλό τρένο και δεινοπαθήσαμε μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα, αφού όσο να ‘ναι δε μαζεύεται και ο καλύτερος κόσμος, ειδικά το βράδυ. Μπορεί επίσης να σας φανεί χρήσιμο το άρθρο αυτό που συγκεντρωτικά παρουσιάζει όλα τα hot spots της πόλης(πατήστε ΕΔΩ), ενώ τέλος, μην παραλείψετε να φάτε μπουγάτσα κάθε είδους!
Credits για πολλές απο τις όμoρφες φωτογραφίες σε Άρη και Αντρέα.
Thx guys!
Read more...
Read more...
London in detail
Αγνοούμενος: Icarus Ετικέτες Ηνωμένο Βασίλειο, Λονδίνο, Μεγάλη Βρετανία, GB, London, UKΚάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε και το δικό μου ταξίδι στο Λονδίνο, όπου σύμφωνα με το σχέδιο, μετά από μια βδομάδα θα συναντούσα τον Άρη. Η αλήθεια είναι ότι είχε γίνει πολλή συζήτηση για αυτό. Ήδη από το όταν πρωτομπήκαμε στο Πανεπιστήμιο, 2 χρόνια πριν, ήμασταν και οι δύο τόσο χαρούμενοι που γίναμε -και με τη βούλα πια- φοιτητές που πλέον τις συζητήσεις μας είχαν αρχίσει να μονοπωλούν άλλα θέματα. Ανάμεσά τους, οι ωραίες μπυραρίες, τα όνειρα για το μέλλον, η εκμάθηση κάποιας εξωτικής ξένης γλώσσας ή ακόμα και τα ταξίδια…
Μα με τόσο χρόνο και ελευθερία, τι καλύτερο από το να ταξιδέψουμε! Κι όχι μόνο μία φορά, αλλά συνεχώς. Απλά να φύγουμε από εδώ, να αρπάξουμε ένα αεροπλάνο, να καβαλήσουμε ένα τρένο, να νοικιάσουμε ένα φτηνό αυτοκίνητο ή ακόμα και να στριμωχτούμε σε κάποιο πλοίο με προορισμό τα ξένα. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που αράζαμε στα παγκάκια του Θησείου και αραδιάζαμε τα pros και τα cons κάθε υποψήφιου προορισμού, ενώ ονειρευόμασταν τους εαυτούς μας στην Trafalgar με μια μπύρα αγκαλιά, ή στη Μαδρίτη φλερτάροντας σπανιόλες χορεύτριες ή στη Σουηδία αποκλεισμένοι σε κάποιο χιονοποντισμένο φιόρδ.
Μην τα πολυλογώ όμως, επιτέλους μετά από δύο χρόνια καταφέραμε να κλείσουμε τον πρώτο μας προορισμό! Αρχικά υπήρχαν κάποιοι δισταγμοί από πλευράς Άρη, που ώρες-ώρες μεγεθύνονταν και γινόντουσαν αρνήσεις, και οι αρνήσεις με τη σειρά τους απογοητεύσεις τόσο για εμένα, που έχανα το βασικό μου συμπαίκτη-συνοδοιπόρο, όσο και για εκείνον, που ήξερε ότι ήθελε πολύ να έρθει αλλά το ένα και αλλά το άλλο τελικά θα έμενε εδώ. Στη συνέχεια, όταν και κάμφθηκαν αυτά τα πρώτα «αλλά», μας συνεπήρε και τους δύο ένα ορμητικό κύμα ενθουσιασμού, κάτι σαν καταιγίδα όμορφων συναισθημάτων που πηγάζουν από την ικανοποίηση που έχεις όταν πετυχαίνεις ένα μεγάλο στόχο σου. Σειρά είχαν να μπουν τα θεμέλια, που δεν ήταν άλλα από την προετοιμασία της εκδρομής. Τρέξαμε λοιπόν, κλείσαμε εισιτήρια για αεροπλάνα, τρένα, πήραμε μερικούς οδηγούς και DVD που θα μας βοηθούσαν στην περιπλάνησή μας στα ξένα, και ακόμη, σιγουρέψαμε και τη διαμονή μας σε hostel s ανά τις διάφορες περιοχές που θα επισκεπτόμασταν. Και ήταν τότε όταν και χώθηκε η ιδέα να αποδράσουμε για μερικές ημέρες από το Λονδίνο και να απλωθούμε μέχρι το Εδιμβούργο και τη Γλασκώβη, δύο ξακουστές –μόνο καθ’ όνομα- πόλεις της Σκωτίας για εμάς. Ο Άρης μάλιστα, όντας λίγο πιο τολμηρός από εμένα, πρότεινε και μια επιπλέον εξόρμηση προς τα highlands και συγκεκριμένα την πασίγνωστη και πολύ-εξιστορημένη λίμνη του Λοχ-Νες. Έχοντας ρυθμίσει λοιπόν όλες αυτές τις λεπτομέρειες, και έχοντας αποχαιρετήσει τον Άρη, δίνοντας πάντα ραντεβού στο Λονδίνο μία εβδομάδα μετά, βρίσκω τον εαυτό μου να κάθεται αναπαυτικά σε μία από τις τελευταίες πτήσεις της Ολυμπιακής του Ωνάση και των χιλίων προβλημάτων, με προορισμό το Λονδίνο.
Ένα δυνατό τράνταγμα επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους- ναι ομολογώ ότι η προσγείωση ήταν αρκετά σκληρή. Για μια στιγμή το μυαλό μου πετάχτηκε στις προσγειώσεις που έκανα μικρότερος στο ίδιο αεροδρόμιο, μέσα από την οθόνη του υπολογιστή στο flight simulator. Τώρα ήμουν εκεί. Δεν άργησε να πιάσει στο terminal το αεροσκάφος και ήδη οι πρώτοι επιβάτες αποβιβάστηκαν. Από τότε και μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο δε θυμάμαι και πάρα πολλά πράγματα, ίσως γιατί είχα ανοίξει διάπλατα την πόρτα στη φαντασία μου και προσπαθούσα να ξετυλίξω τις σκηνές μπροστά μου σαν παραμύθι. Θυμάμαι όμως ότι το πρώτο πράγμα που είδα στον έλεγχο των αφιχθέντων επιβατών ήταν κάποιες διαφημιστικές αφίσες για την Ελλάδα και πραγματικά μου έκανε εντύπωση. Επίσης θυμάμαι ότι γενικότερα επικρατούσε ένας πανικός σχετικά με τη «νέα» γρίπη H1N1 και πολλοί φορούσαν ειδικές μάσκες. Θυμάμαι ότι με το που βγήκα από το terminal έπεσα πάνω σε ένα λονδρέζικο ταξί και η πρώτη ατάκα που είπα στον εαυτό μου ήταν: «ώστε υπάρχουν τελικά!!» . Θυμάμαι τα αυτοκίνητα να κινούνται σε ανάποδες κατευθύνσεις, την ελληνίδα υπεύθυνη του ξενοδοχείου που είχε έρθει να μας πάρει με ένα βανάκι και προσπαθούσε με ζήλο να μας κάνει μια πρώτη ξενάγηση καθώς μας πήγαινε προς το ξενοδοχείο. Θυμάμαι μυρωδιά φρέσκιας μπύρας να γαργαλάει τα ρουθούνια μου όταν περνούσαμε έξω από ένα ζυθοποιείο, το griffin Fuller’s brewery, όπως επίσης και το πρώτο κόκκινο διώροφο λεωφορείο που είδα, που ήταν όμοιο με το μοντελάκι της hot wheels που μου είχαν πάρει όταν ήμουν μικρός για να παίζω. Τόσα πολλά ερεθίσματα, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα! Ξαφνικά όλα ηρέμησαν, φτάσαμε στο ξενοδοχείο και ανέβηκα στο δωμάτιο όπου και έμεινα μέχρι να ξαναφύγω μετά από λίγο, για την πρώτη μου βόλτα στο Λονδίνο.
Ο καιρός σε σχέση με την Αθήνα ήταν εντελώς διαφορετικός. Από το μαύρο στο άσπρο, από τη ζέστη στο κρύο, από το ιδρωμένο κοντομάνικο στο κουμπωμένο μπουφανάκι. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην καρδιά του Λονδίνου, στο Kensington.
Μετά το πέρας των 100 ετών το σπίτι ξαναεπιστρέφεται στον ενοικιαστή και τα παιδιά σου(γιατί εσύ μάλλον θα είσαι κάπου αλλού) ή ξανανοικιάζουν ένα άλλο σπίτι ή παίρνουν το δρόμο για άλλες χώρες, όπως η δική μας, που μπορούν ελεύθερα να έχουν ιδιοκτησίες. Κάτι τέτοιες στιγμές πραγματικά συλλογίζομαι ότι ίσως έχουν δίκιο κάποιοι που λένε ότι εδώ είμαστε παράδεισος, αλλά προς το παρόν το προσπερνώ. Περπατώντας λοιπόν στους δρόμους του Kensington οι οποίοι είναι πλημμυρισμένοι στα ακριβά αυτοκίνητα(από Bentley ως Rolls-Royce κι από Maserati ως Ferrari, Porsche, Aston Martin), κατευθύνομαι προς τις κοντινές συνοικίες τις οποίες ούτε καν θυμάμαι να ονοματίσω. Περνάω ανάμεσα από πάρκα, τα οποία σε μέγεθος μου θυμίζουν το λόφο του Φιλοπάππου, και κοιτάω άναυδος τα εξωτικά φυτά που έχουν κατακλύσει κάθε γωνιά. Περνάω από δρόμους που ο ουρανός δε φαίνεται επειδή τα τεράστια κλαδιά πλατανιών τον έχουν αποκρύψει εδώ και πολλά χρόνια. Συναντώ τους πρώτους γραφικούς κόκκινους τηλεφωνικούς θαλάμους και ξοδεύω πολλές στιγμές σκεφτόμενος γιατί στο καλό αυτοί οι Εγγλέζοι έχουν βαλθεί να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη με το να χρησιμοποιούν λίρες, να οδηγούν ανάποδα και να βάζουν στις πίτσες τους τόσο αηδιαστικές γεύσεις. Τέλος, λίγο πριν φτάσω στο ξενοδοχείο και έχοντας απολαύσει το να περπατάω σε καθαρά πεζοδρόμια, ανοίγω την ομπρέλα μου γιατί όπως πάντα, κάθε μέρα θα τη ρίξει τη βροχούλα του, που θα πάει! Λίγο πριν κοιμηθώ, χαζεύω στην τηλεόραση μερικές εκπομπές (ανάμεσά τους το πολύ ευρηματικό νεανικό σίριαλ “the inbetweeners” όπως και το ψαγμένο “rudetube”) και τελικά ανανεώνω το ραντεβού μου με την πόλη για την επόμενη ημέρα.
Το πρωινό ξύπνημα στο Λονδίνο είναι αποκαρδιωτικό. Δεν υπάρχει ήλιος, παρά μόνο μια διάχυτη μουντάδα που διαπερνάει τις κουρτίνες του δωματίου και σε κάνει να θες να κουκουλωθείς στα σεντόνια σου για να μην σε αγγίζει. Από το παράθυρο ακούγονται τα κομπρεσέρ που ήδη δουλεύουν στο φουλ, εξυπηρετώντας το ζήλο των εργολάβων που προσπαθούν να ετοιμάσουν την πόλη για τη μεγάλη γιορτή των ολυμπιακών του 2012. Και μόλις ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ, πληθώρα μικροσυριγμών κατακλύζει τα αυτιά σου, που δημιουργείται από τις ορδές τουριστών που καταβροχθίζουν με λαιμαργία το continental breakfast τους. Ναι, καλά ακούσατε. Παρόλο που κανείς θα περίμενε ότι σε ένα τυπικό αγγλικό ξενοδοχείο προσφέρεται το παγκοσμίως γνωστό English breakfast, με τα τηγανητά αυγά, το μπέικον και τα κάθε λογής καλούδια, αυτό αποτελεί επιπλέον χρεώσιμη υπηρεσία, για όσους φυσικά το επιθυμούν. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, που το πλάτος του θυμίζει τυπικό ελληνικό δρόμο, αρκεί ένα μικρό περπάτημα για να φτάσω ως το γειτονικό σταθμό Gloucester road όπου και βγάζω μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών για τις πρώτες μου 7 ημέρες στην πόλη.
Αυτό που μου άρεσε στο σύστημα συγκοινωνιών του Λονδίνου ήταν ο τρόπος ελέγχου των εισιτηρίων. Ο κάθε επιβάτης είχε μία δική του κάρτα Oyster που θυμίζει πιστωτική, και όποτε ήθελε να χρησιμοποιήσει κάποιο λεωφορείο ή μετρό το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ακουμπήσει το πορτοφόλι του, που μέσα είχε την κάρτα, στην ειδική μαγνητική επιφάνεια. Χωρίς να ψάχνει σε ποια θήκη την έχει καταχωνιάσει, χωρίς να περιμένει υπομονετικά κάποιο μηχάνημα να την «ρουφήξει» για να την επικυρώσει, όπως αυτά του αττικό μετρό, και κυρίως, υπό το άγρυπνο μάτι του οδηγού, ο οποίος-αν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα με την κάρτα- σου απαγόρευε την είσοδο ή σε υποχρέωνε να πληρώσεις το αντίτιμο του εισιτηρίου επί τόπου. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν το ύψος του αντιτίμου που απ’ ότι χαρακτηριστικά θυμάμαι κυμαινόταν από 2 λίρες (ίσον 2μισι ευρά) για μια διαδρομή με λεοφωρείο, ως 4 λίρες (5 ευρά!!) για μια απλή διαδρομή του μετρό.
Ένα μέρος στο οποίο ήθελα πολύ να πάω ήταν το Imperial College of London, ένα καταπληκτικό πανεπιστήμιο για το οποίο έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια, και εν πάση περιπτώσει ήθελα να δω κι από κοντά. Περνώντας από το επιβλητικό Royal Albert Hall, στο οποίο έχουν δώσει συναυλίες καλλιτέχνες από το Robbie Williams ως και την Άννα Βίσση με το Δημήτρη Κοργιαλά(!), έφτασα στο Imperial College Union, κι από εκεί στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Κατηφορίζοντας ακόμη πιο κάτω και ελαφρά προς τα αριστερά, ακολουθώντας την μεγαλοπρεπή Brompton Road βρίσκεσαι μπροστά στο Harrods, το πιο γνωστό mall του Λονδίνου, και ίσως το πιο ακριβό. Όταν βλέπεις τα αμερικάνικα limo να σταματούν το ένα μετά το άλλο έξω από το κατάστημα και να αμολάνε το κάθε ένα από 5 με 6 μαντιλοφορεμένες γυναίκες του σεΐχη, αρχίζεις να αμφιβάλεις αν υπάρχει πραγματικά λόγος να παραμείνεις στο κατάστημα κοιτώντας τις βιτρίνες, ή μήπως θα ήταν καλύτερο να πεταχτείς στα διπλανά μαγαζιά, π.χ. την Gap ή τη Benetton. Το Knightsbridge αποτελεί μακράν μια από τις ακριβότερες περιοχές, και τα καταστήματα που υπάρχουν εκεί κάνουν τα αντίστοιχα της Βουκουρεστίου να μοιάζουν με ψιλικατζίδικα. Το Λονδίνο έχει άλλον αέρα, κι αυτό είναι σε θέση να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε βρεθεί εκεί. Είναι μια μητρόπολη στην οποία συρρέουν άνθρωποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που καταφέρνει να παντρέψει όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία προς όφελός της, αλλά και να σου προσφέρει μαζί την ζεστασιά που τα πυκνά σύννεφα κλέβουν από τον ήλιο.
Τέλος, το μόνο που έμεινε για να περιγράψω είναι το τελευταίο πράγμα που έκανα στο Λονδίνο, όταν πια οι περιττές δαπάνες είχαν τελειώσει και το μόνο που είχε μείνει στο πορτοφόλι μου ήταν pure money, ready to be spent. Ναι καλά καταλάβατε, το shopping therapy στην Αγγλική πρωτεύουσα είναι τόσο επικίνδυνο, που αν δε το αφήσεις για τις τελευταίες ημέρες των διακοπών μπορεί να σε παρασύρει και να σε κάνει να αναλώσεις όλο το budget σου σε όμορφες σαχλαμαρίτσες. Πρώτα απ’ όλα λοιπόν ξεκινούμε από την Regent street που ενώνει το Piccadilly circus με το Langham Place, τέμνοντας την περίφημη Oxford street. Στη Regent εδρεύουν μερικά από τα πιο μεγάλα καταστήματα του Λονδίνου όπως το Hamley’s, το οποίο είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα παιχνιδάδικα του κόσμου, ή και η ναυαρχίδα της μεγάλης Apple, μητέρας των Mac και i-phone.
Ανηφορίζοντας, κανείς παρατηρεί ότι οι ορδές των τουριστών αρχίζουν να πυκνώνουν και να κινούνται με όλο και μεγαλύτερη ορμή, πότε από εδώ, πότε από εκεί και πότε παραπέρα. Η ορατότητα περιορίζεται το πολύ στα ένα με δύο κεφάλια πιο μπροστά από εσένα και σιγά-σιγά αρχίζεις να ζαλίζεσαι και να μην ξεχωρίζεις φιγούρες παρά μια θορυβώδη οχλαγωγία που κινείται σε περίεργες τροχιές. Όταν πια αυτό το κύμα ανθρώπων γιγαντωθεί, καθώς νέες μάζες έρχονται από τα έγκατα της γης (βλ. σταθμό μετρό) να προστεθούν στις προηγούμενες , τότε μάλλον μπορείς να μαντέψεις ότι είσαι στο σταυροδρόμι Oxford. Ναι, η Oxford Street,ένα από τα πιο κομβικά σταυροδρόμια του Λονδίνου αποτελεί τον παράδεισο του shopping. Περιλαμβάνει πληθώρα καταστημάτων, ή ακόμα και πολυκαταστημάτων, όπως το πασίγνωστο Selfridges, το οποίο παρεμπιπτόντως στον τελευταίο όροφο έχει ένα πολυεθνικό fast-foodαδικο το οποίο και τίμησα δεόντως. Περπατώντας λοιπόν στις «όχθες» αυτού του φανταστικού δρόμου, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με άπειρες προκλήσεις πίσω από τις βιτρίνες και πιάνεις τον εαυτό σου να μη μπορεί να αντισταθεί μια επίσκεψη σε every single store, που λένε και οι ντόπιοι. Πραγματικά υπήρξαν στιγμές που προσπαθούσα να υπολογίσω πόσο χρόνο χρειάζεται κανείς για να εξερευνήσει την κάθε γωνίτσα και το κάθε μαγαζάκι της Oxford Street, και κατέληξα στο ότι ο χρόνος αυτός είναι άμεσα συγκρίσιμος με μια αντίστοιχη εξονυχιστική περιπλάνηση στο Βρετανικό μουσείο ή το Λούβρο. Δηλαδή μήνες! Για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, οφείλω να υπογραμμίσω ότι υπάρχουν φυσικά πολύ ακριβότερα μαγαζιά από αυτά τις Oxford, για όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν τα χρήματά τους σε ενδύματα γνωστών οίκων μόδας. Ωστόσο, τη ζωντάνια και τη χάρη, την ζωή και τον παλμό της Oxford πραγματικά δεν μπορεί κανείς να τα βρει αλλού στον κόσμο, παρά μόνον εκεί. Γι αυτό ο δρόμος ετούτος έχει και θα έχει πάντα μια ξεχωριστή αξία για τον επισκέπτη.
Κλείνοντας λοιπόν αυτή τη μεγαλύτερη ενότητα του κειμένου που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του Λονδίνου, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά στον επισκέπτη μετά από μια πρώτη βόλτα, έχω να προσθέσω και λίγα πράγματα για τα μουσεία της πολής. Την αλήθεια θα την πω, ίσως δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα για μένα από το να χαζεύω αρχαιότητες και να παρακολουθώ πολιτιστικές εκδηλώσεις, ωστόσο στην Αγγλία τα πράγματα με ώθησαν από μόνα τους σε 2 επισκέψεις. Η πρώτη ήταν φυσικά στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο στεγάζει ανάμεσα στις αναρίθμητες συλλογές του και αρκετά αρχαιοελληνικά αγάλματα και μνημεία,
Κοινώς, για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί τεχνολογία και επιστήμη, μια τέτοια εμπειρία είναι απόλυτα θετική. Για εμάς τους υπόλοιπους ωστόσο αποτελεί μάλλον μια αυτοεπιβεβαίωση και ίσως όχι κάτι περισσότερο. Φτάνει λοιπόν, αρκετά με τα μουσεία!
Ας φύγουμε κι ας ταξιδέψουμε νοερά με το μετρό, διασχίζοντας όλα τα υπόγεια λαγούμια του Λονδίνου μέχρι να φτάσουμε και να αναδυθούμε στο καταπράσινο St James Park. Περπατώντας μέσα από αυτό, και αφήνοντας πίσω μας λιμνούλες με πάπιες, σκίουρους και όμορφα πουλιά, φτάνουμε στο ξακουστό Buckingham Palace,
προχωρώ με τα πόδια λίγο πιο κάτω και ετοιμάζομαι να διασχίσω την Millennium Bridge, την καταραμένη γέφυρα που χτίστηκε το 2000 για τον εορτασμό της νέας χιλιετίας, κι όμως κακοσχεδιασμένη καθώς ήταν κινδύνευε από έντονες ταλαντώσεις που επάγονταν στις στηρίξεις της από τους γύρω αέρηδες. Έτσι, χρειάστηκε να γίνουν κάποιες ακόμη τροποποιήσεις ώστε να αποκτήσει την τελική της μορφή που ως σήμερα κατέχει, και που αν δεν εμφανιστεί κάποιο νέο πρόβλημα(!) θα συνεχίσει να έχει. Και ναι, φτάνω στον προορισμό μου, την Tate modern, ή ελληνιστί την πινακοθήκη σύγχρονης τέχνης της πόλης! Η Tate είναι κάτι σαν το δικό μας Γκάζι, που από εργοστάσιο μετατράπηκε σε πολυχώρο τέχνης και ταυτόχρονα σε σημείο αναφοράς του σύγχρονου Λονδίνου. Οπωσδήποτε αξίζει μια επίσκεψη στον τελευταίο όροφο, για καφέ, απ’ όπου η θέα σε αποζημιώνει μια και καλή. Επίσης, πολύ όμορφα πράγματα μπορεί κανείς να βρει στο πωλητήριο που βρίσκεται στο ισόγειο, σε εξίσου προσιτές τιμές. Κάπου εδώ λοιπόν, έχοντας ολοκληρώσει μια πρώτη γνωριμία με τη μαγική αυτή πόλη, αποφάσισα να αράξω κατάχαμα στο γρασίδι της Tate απολαμβάνοντας μια ξινή φρεσκοστυμένη πορτοκαλάδα,
«Εμπρός;;», απαντώ, και τότε μια γνώριμη φωνή (Άρης) εμφανίζεται ξανά στο ακουστικό! Όχι, δεν ήταν άλλη μια κλήση για να μου πει μια ανούσια πληροφορία για την ελληνική πραγματικότητα, που μέρες τώρα είχα αφήσει πίσω, ούτε καν να μου περιγράψει την κολασμένη ζέστη που επικρατούσε στην Αθήνα. Πολύ απλά, ήταν για να μου ανακοινώσει ότι μόλις έφτασε κι αυτός στο Λονδίνο! Έφυγα λοιπόν κι εγώ καρφί για το σταθμό Gloucester Road όπου και είχαμε δώσει ραντεβού αφήνοντας πίσω μου όλες αυτές τις πλατωνικές αναζητήσεις που με διακατείχαν όποτε εντόπιζα μια νέα Λονδρέζικη παραξενιά, όπως αυτή με τις στάσεις λεωφορείων που είναι τοποθετημένες με την πλάτη στο δρόμο(!). Σε πολλές λεπτομέρειες στο εξής δε θα μπω, μιας και με πρόλαβε ο Άρης στο “LondONers”. Αν όμως δεν περιγράψω τη χαρά που με έπιασε, ήδη από τα πρώτα βήματα που κάναμε μετά τη συνάντηση μας, θα σκάσω! Και πώς να μην είμαι χαρούμενος, αφού μετά από αυτή τη μία εβδομάδα που ήμουν εκεί ένιωθα ως ο έμπειρος της παρέας, ο ξεναγός, ο Λονδρέζος παρά κάτι κι όχι ο Έλληνας συν κάτι. Με τον Άρη σε κάθε διάβαση να κοιτάει στη λάθος κατεύθυνση του δρόμου και με εμένα να προσπαθώ να βρω μανιωδώς τις σωστές διαδρομές που έπρεπε να πάρουμε ψάχνοντας απ’ άκρη σ’ άκρη ένα παλιωμένο χάρτη που τόσες μέρες κουβαλούσα μαζί μου, οι πρώτες μέρες πέρασαν αέρας.
Μπορεί τελικά να μην καταφέραμε να επισκεφθούμε το Speaker’s Corner στο Hyde Park κάποια Κυριακή πρωί για να ακούσουμε τους επίδοξους φιλόσοφους να αγορεύουν, ή ακόμα και την pub “the engineer” στην οποία ήθελα οπωσδήποτε να πιώ ένα μπυρόνι, αλλά ίσως έτσι να είναι και καλύτερα. Άλλωστε… τώρα που τον μάθαμε το δρόμο, ας μείνει και κάτι να ‘χουμε να κάνουμε όταν ξαναπάμε!
Read more...
Σε αυτό το ποστ θα κάνω μια προσωπική υπέρβαση, κατόπιν γονατιστής παράκλησης του συνεργάτη μας Μιχάλη (:P)... ύστερα από δύο μήνες εξάσκηση θα του κάνω το χατίρι και θα βάλω τόνους. Θα του εξηγήσω όμως ότι οι τόνοι είναι άχρηστοι όταν έχεις κάτι σημαντικό να πεις και επίσης καταστρέφουν το παραμύθι (επειδή επιβάλλονται από την πραγματικότητα και το παραμύθι δεν συνεργάζεται μαζί της). Ας έχει λοιπόν. Το δικό μου ταξίδι έγινε στο Λουξεμβούργο, την πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής κοινότητας, το κάστρο των κεφαλιών της Ευρώπης...την «πηγή εσόδων» των χωρών κρατών που στηρίζονται στα ευρωπαϊκα ταμεία και τις προσφορές. Δεν θέλω να μιλήσω για την πιο πρόσφατη κοινωνική και οικονομική θέση αυτής της χώρας, λέω να κάνω για αρχή μια βόλτα στην ιστορία και την γεωγραφία της...
Η ονομασία της χώρας έχει τις ρίζες της σε ένα φρούριο που είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι στην περιοχή της τωρινής πρωτεύουσας του Λουξεμβούργου ονόματη Luciliburgum. Παρ’όλα αυτά, οι ντόπιοι το αποκαλούν Lëtzebuerg και θεωρούν ότι είναι το τελευταίο κάστρο της περιοχής των Αρδεννών, στην οποία και κυβερνούσε ο πρώτος μονάρχης που αναγνώρισαν, ο Ζίγκφριντ (963 μΧ). Το φαινόμενο του να ονομάζεται μια χώρα/πόλη/περιοχή από κάποιο «κτήριο» που υπάρχει εκεί, είναι πολύ συχνό γι’αυτό και δεν θα δώσω περισσότερη σημασία σε αυτό.
Αντίθετα όμως, αξίζει να σημειωθεί πως αυτό το μικρό κράτος αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αργότερα των φεουδαρχικών μοναρχιών (όμορφος μεσαίωνας ααααχ). Σε εκείνη την περιοχή έζησε και κυβέρνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ πηγαίνοντας αναδρομικά, το 963 έγινε κομητεία και το 1354 δουκάτο.
Παρατηρώντας την γεωγραφική του θέση (συνορεύει ανατολικά με τη Γερμανία, νότια με τη Γαλλία, δυτικά και βόρεια με το Βέλγιο), είναι εύλογο να συμπεράνουμε την ταραχώδη ιστορία του, τους πολέμους για την γεωλογική επικράτηση και τις μετακινήσεις μεγάλων αριθμών πληθυσμού διαφορετικών εθνικοτήτων. Γι’αυτό και στο σημερινό Λουξεμβούργο κατοικούν ακόμα άνθρωποι πολλών εθνικοτήτων και ακούγονται παραπάνω από 1 γλώσσες.
Τα παραπάνω είναι απορίες που σου λύνονται από τα πρώτα βήματα που θα κάνεις στην συνονόματη πόλη και πρωτεύουσα του Λουξεμβούργου. Από την πρώτη στιγμή ακούς Λουξεμβουργιανά (εννοείται πως δεν τα καταλαβαίνεις) και Γερμανικά. Η επίσημη γλώσσα όμως είναι τα Γαλλικά. Το Λουξεμβούργο είναι μια σύχρονη πρωτεύουσα με καινούρια κτίρια (πχ τα κτίρια της ευρωπαϊκής κοινότητας) και παράλληλα μια μεσαιωνική πόλη. Παντού τριγύρω υπάρχουν τείχη, υπολείμματα της ρωμαϊκής περιόδου, παλιές γέφυρες και κυρίως πλατάνια.
Ναι…πολλά πλατάνια που δίνουν νόημα στις λέξεις «πυκνό» και «ψηλό» . Εντυπωσιάστηκα από την βόλτα στην παλιά πόλη, ανάμεσα στα δέντρα, πάνω από παλιές πέτρινες γέφυρες, δίπλα από το ποτάμι, ανάμεσα σε παρτέρια που τα στόλιζαν όμορφα περιποιημένα (ευρωπαϊκά φυσικά) λουλούδια. Εκεί έχει κυρίως πάπιες και περιστέρια, τα άλλα ζωντανά τα ακούς απλά να βγάζουν μικρούς ήχους απόλαυσης της φύσης.
Η παλιά πόλη είναι και το καλύτερο μέρος να γευματίσεις. Πρωί, μεσημέρι και κυρίως βράδυ, τα μικρά μαγαζιά κάθε λογής εθνικότητας (από κλασικές βέλγικες μπυραρίες με κότσια-και άλλους πολύπλοκους μεζέδες- και μεγάλη ποικιλία μπύρας, μέχρι μεξικάνικα, κινέζικα, αραβικά και ινδικά) ανοίγουν και περιμένουν τους περίεργους τουρίστες και τους ντόπιους να κοπιάσουν, να κατσικωθούν και να γεμίζουν τις κοιλιές τους με ένα τόνο λιχουδιές δίπλα από το ποτάμι με τις κουρούνες συνοδεία… Έχει μια γραφικότητα και έναν παραμυθένιο ρομαντισμό το μέρος.
Πέρα από την πρωτεύουσα του κρατιδίου κατάφερα να κάνω δύο ημι-μονοήμερες με το απίστευτα τυπικό και στην ώρα του τρένο του Λουξεμβούργου…και απίστευτα ακριβό όπως και η κάθε μετακίνηση εκεί (δυστυχώς). Βλέπετε οι Λουξεμβουργιανοί εκτός από εργασιομανείς (δουλεύουν από 8-9 το πρωί με διάλειμμα για κολατσιό στις 12 ακριβώς και τέλος εργασίας στις 4-6) είναι και μεγαλοτσέπηδες, κοινώς τους τρέχουν τα λεφτά από τις τσέπες και τα μπατζάκια. Το φτηνό μεσημεριανό σαντουϊτσάκι κόστιζε 4 ευρώ παρακαλώ…φανταστείτε λοιπόν πόσο κόστιζε μία κάρτα με 10 εισιτήρια (10 points) για τις μετακινήσεις μέσα σε όλο το κρατίδιο. Να σας πω εγώ. Αν θυμάμαι καλά ήταν γύρω στα 15 ευρώ. Ναι! Και μαντέψτε! Τα έχουν ΟΛΟΙ…
Το προσπερνάμε. Η μία εκδρομούλα ήταν την πρώτη μέρα στο περίφημο Vianden, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά στο Λουξεμβούργο, στην περιοχή των Αρδεννών. Σε όποιους αρέσουν τα μεσαιωνικά κάστρα και ο τρόπος λειτουργίας τους, όποιος λατρεύει την ιστορία και τις παλιές πέτρες, θα εντυπωσιαστεί από τον χώρο. Είχα την ατυχία να βρεθώ εκεί σε περίοδο αναπαλαιώσεων και συντηρήσεων αλλά και πάλι μου άρεσε. Οι ευρωπαίοι είναι απίστευτα τυπικοί και οργανωτικοί στον τρόπο που προωθούν την ιστορία του πολιτισμού τους (κάτι που εμείς παραβλέπουμε συνειδητά αν και έχουμε πιο πολλά να δείξουμε-δεν άντεξα),
και ένα εξόφθαλμο παράδειγμα είναι και το καλοδιατηρημένο αυτό κάστρο. Αν και το να το προσεγγίσεις είναι αρκετά δύσκολο, όταν βρεθείς μέσα εντυπωσιάζεσαι από την περιγραφή της κάθε αίθουσας και του κάθε αντικειμένου. Παλιότερα είχαν ανοιχτή και την αίθουσα των βασανιστηρίων, εγώ δυστυχώς δεν την βρήκα ανοιχτή…
Αυτή η εκδρομή έπρεπε και πάλι να τελειώσει με έναν καφέ, των 2 ευρώ (καπουτσίνο παρακαλώ) πάνω από το ποτάμι. Ναι ξέρω πάλι, τα γεύματα τους μπορεί να είναι ακριβά αλλά οι καφέδες φτηνοί σε σχέση με την άψογη ποιότητά τους. Είναι να απορείς…
Δεύτερη εκδρομή στα νοτιοανατολικά σύνορα του Λουξεμβούργου και τα σύνορα με την Γερμανία, το περίφημο Remich. Τις δύο χώρες τις χωρίζει στην κυριολεξία ένας ποταμός, ο Moselle. Η πόλη αυτή είναι γνωστή για τις πεδιάδες με τα αμπέλια παραγωγής άψογου κρασιού (ναι…χικ), τα πανέμορφα τοπία, και τον τεράστιο πεζόδρομο και ποδηλατόδρομο κατά μήκος του ποταμού. Έμαθα πως το κρασί ίδιας γεύσης και ίδιας ποιότητας στην Γερμανία (ένα ποτάμι απέναντι δηλαδή) είναι κατά πάρα πολύ φθηνότερο από ότι στην περιοχή του Remich. Συμβαίνει και στα καλύτερα κρατίδια…τι να κάνουμε?
Τι άλλο να σας πω? Άμα σκοπεύετε να επισκεφτείτε το Λουξεμβούργο να είσαστε προετοιμασμένοι για πολύ περπάτημα, γιατί αφού βρεθείτε σε μια πόλη του, πολύ γρήγορα θα συνειδητοποιήσετε πως τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν θα μπορέσουν να σας τα δείξουν όλα και θα υπάρχουν πολλά που θα αγνοήσετε αν στηριχτείτε μόνο σε αυτά. Φυσικά, είναι όλα στην ώρα τους με κλάσματα του δευτερολέπτου καθυστέρηση (μονάχα!) και μπορείτε να τα εμπιστευτείτε 200% μην σας πω…και πάλι όμως τα γύρω τοπία θέλουν τον χρόνο τους για να αποκαλυφθούν και η κάθε λεπτομέρειά τους είναι πολύτιμη. Ένα καλό ζευγάρι παπούτσια λοιπόν, μια καλή παρέα, ένα «γεμάτο» πορτοφόλι (με σύνεση) , έναν τοπικό οδηγό και είστε έτοιμοι!
Α! Προσοχή στους γλοιώδεις Ισπανούς τουρίστες εσείς οι κοπέλες. Είναι απίστευτα κολλιτσίδες και πέφτουλες κάποιες φορές :)
Read more...